«…

Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ Κ.Π.Δ λόγο αναίρεσης, πρέπει να εκτείνεται και στον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην κήρυξη της ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης. Περαιτέρω, με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, η ισχύς του οποίου άρχισε, κατά το άρθρο 460 αυτού και το άρθρο δεύτερο του ως άνω νόμου, από 1-7-2019. Κατά τη διάταξη του άρθρου 381 παρ. 1 του νέου ΠΚ, για την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων εγκλημάτων και αυτού της υπεξαίρεσης, που προβλέπεται στο άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ και του οποίου η ποινική δίωξη υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς ασκείτο αυτεπαγγέλτως από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση για τη διάπραξή του (άρθρα 27 και 36 του προϊσχύσαντος Κ.Π.Δ.), απαιτείται πλέον υποβολή έγκλησης, ενώ κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 του ίδιου Κώδικα “Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους”. Από τις παραπάνω διατάξεις, συνάγονται τα ακόλουθα: α) αν ο παθών από το έγκλημα είχε υποβάλει έγκληση, ακόμα και υπό το προγενέστερο καθεστώς της αυτεπάγγελτης δίωξης του συγκεκριμένου εγκλήματος, είναι αυτονόητο ότι δεν χρειάζεται να επαναληφθεί η δήλωση αυτή περί επιθυμίας συνέχισης της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας, καθόσον η υποβολή της έγκλησης, δηλώνει και τη βούληση του παθόντος για την πρόοδο της διαδικασίας και υποκαθιστά την προβλεπόμενη από τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 ΠΚ απλή άλλωστε δήλωση και επομένως πληροί τον σκοπό αυτής (ΑΠ 2010/2019), β) το αυτό ισχύει ακόμα και αν η καταγγελία του εγκλήματος από τον παθόντα είχε χαρακτηριστεί ως μήνυση, χωρίς να επιζητείται όπως η δήλωση βούλησης του εγκαλούντος για την τιμωρία του δράστη να είναι ρητή και πανηγυρική, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο αυτής (ΑΠ 773/2020) και γ) το δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να επεκτείνει την αναδρομική εφαρμογή τήρησης της τρίμηνης προθεσμίας της έγκλησης που ορίζεται στο άρθρο 114 παρ.1 ΠΚ, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο απαιτεί ουσιαστικά συμμόρφωση του παθόντος σε μη ισχύον κατά το χρόνο υποβολής της μήνυσης – έγκλησης νομοθετικό πλαίσιο, δεδομένου ότι, η δίωξη τότε ασκούνταν αυτεπάγγελτα (ΑΠ 1067/2021). Έτσι, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος για υπεξαίρεση που τελέστηκε πριν την 1-7-2019, που άρχισε να ισχύει ο νέος ΠΚ, δικάζεται μετά την ως άνω ημερομηνία και υποβάλλει ισχυρισμό περί εκπροθέσμου της έγκλησης, για το λόγο ότι δεν υποβλήθηκε εντός της τρίμηνης προθεσμίας που ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 114 παρ. 1 ΠΚ, ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος, αφού, κατά τα υπό το στοιχείο γ΄ αναφερόμενα, το Δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να επεκτείνει την αναδρομική εφαρμογή τήρησης της τρίμηνης προθεσμίας της έγκλησης που ορίζεται στο άρθρο 114 παρ. 1 ΠΚ, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο απαιτεί ουσιαστικά συμμόρφωση του παθόντος σε μη ισχύον κατά το χρόνο υποβολής της μήνυσης-έγκλησης νομοθετικό πλαίσιο, δεδομένου ότι, η δίωξη τότε ασκούνταν αυτεπάγγελτα. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόρριψης του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου αρκεί η αναφορά ότι έχει ασκηθεί έγκληση για την ως άνω πράξη, καθόσον ο χρόνος υποβολής της έγκλησης προκύπτει από τη δικογραφία, δεν ασκεί δε έννομη επιρροή, εφόσον είναι προγενέστερος της 1-11-2019, που έληγε η προθεσμία που όριζε η διάταξη του άρθρου 464 ΠΚ.

…»