«…

Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ., απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους καταλείπεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής του, για να έχει την ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει τον χρόνο επίδοσης στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, το χρόνο άσκησης της έφεσης, καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επίδοσης (Ολ. Α.Π. 4/1995, Α.Π. 638/2022). Στην περίπτωση όμως, που με την έφεση αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο, που συνεπάγεται αδυναμία γνώσης της επίδοσης, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση διάφορο αυτού στον οποίο έγινε η επίδοση, πρέπει να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, διαφορετικά ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ λόγος αναίρεσης, ήδη δε και ο ρητά προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικός λόγος. Τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος τον οποίον έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., κατά την κύρια ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση που τυχόν έχει διενεργηθεί, σε περίπτωση δε αλλαγής κατοικίας εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, ενώ, αν δεν έχει διενεργηθεί κύρια ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτές, ως τόπος κατοικίας του θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Κατά την ορθή, όμως, ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του προϊσχύσαντος (ήδη 157 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος) και 273 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., στην περίπτωση που δεν έχει διενεργηθεί κύρια ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτές και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του Κ.Ποιν.Δ., δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως κατοικία του η αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, όπου αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, διότι διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, δηλαδή ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε. Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση του κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης, διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση διαφορετική από εκείνη στην οποία αναζητήθηκε και έγινε η επίδοση απόντος αυτού και ως εκ τούτου δεν έλαβε γνώση αυτής, το Εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ’ ουσία τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λπ.), από τα οποία να προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνση κατοικίας του (κατηγορουμένου) και να μη βασιστεί μόνο στο αποδεικτικό επίδοσης της απόφασης (Ολ. Α.Π. 2/2014, Α.Π. 341/2020). Επιπλέον, η απόρριψη χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία παραδεκτής έφεσης, επειδή συνάπτεται άμεσα με το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, προσβάλλει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, κατά τα άρθρα 6 παρ. 1, 2 και 3 περ. δ’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [(Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων] και 14 παρ. 2 του του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, περιεχόμενο της οποίας (αρχή δίκαιης δίκης) είναι, η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης, επιφέρει δε, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου κώδικα λόγο αναίρεσης, καθώς τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικό λόγο της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, εφόσον, απορρίπτοντας την έφεση ως απαράδεκτη, στην περίπτωση κατά την οποία η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης είναι άκυρη, παραλείπει να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του (Α.Π. 196/2021).

  1. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. …/28-9-2021 απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου άσκησής της, την υπ’ αρ. …19-5-2021 έφεση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Π.Ρ…, κατά της υπ’ αρ. …/12-2-2019 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, με την οποία είχε καταδικαστεί, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης δεκαέξι (16) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών στο Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 25 του Ν. 1882/1990, όπως ισχύει). Από την προσβαλλόμενη απόφαση και την ανωτέρω έφεση, που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο εκκαλών, ήδη αναιρεσείων – κατηγορούμενος, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της έφεσής του, είχε επικαλεστεί ότι η επίδοση της απόφασης [που εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ναυπλίου), προς τον γραμματέα της εισαγγελίας του δικαστηρίου όπου είχε εισαχθεί προς εκδίκαση η υπόθεση, γι’ αυτόν (αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο), ως πρόσωπο που διαμένει στην αλλοδαπή, ήταν άκυρη, ισχυριζόμενος ότι κατά τον χρόνο της ως άνω επίδοσης ήταν κάτοικος ημεδαπής, σε γνωστή διεύθυνση, ειδικότερα δε στην ανωτέρω έφεσή του διέλαβε, κατά πιστή μεταφορά, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: «(…) διότι ουδέποτε έλαβα γνώση της εκκαλουμένης αποφάσεως έως και την 11η/5/2021 (…) και έλαβα τυχαία γνώση στο πλαίσιο λήψεως αντιγράφου Δελτίου Ποινικού Μητρώου. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι δεν είχα ποτέ μέχρι και την 11η/5/2021 λάβει γνώση της ασκηθείσας ποινικής δίωξης και της έκδοσης της εκκαλουμένης αποφάσεως, ήταν αδύνατο για λόγους συνιστάμενους σε γεγονότα ανωτέρας βίας, να ασκήσω εμπροθέσμως το παρόν ένδικο μέσο. Την 23η/4/2019 η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην Γραμματέα της Εισαγγελίας Πλημ/κών Ναυπλίου ως εκ τούτου είναι προφανές ότι δεν είχα τη δυνατότητα να ενημερωθώ για την επίδοσή της. Περαιτέρω, τόσο η επίδοση της εκκαλουμένης όσο και η από 28-08-2018 επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος είναι μη νόμιμες και πάσχουν ως καθ’ όλα άκυρες διότι: αμφότερες οι ως άνω επιδόσεις έλαβαν χώρα δυνάμει του άρθρου 273 παρ. 1 και 3 προς εμένα ως κάτοικο εξωτερικού. Πλην όμως εγώ ουδέποτε κλητεύθηκα και ουδέποτε έλαβα γνώση της προανακριτικής διαδικασίας και ως εκ τούτου ουδέποτε δήλωσα ενώπιον των αρμοδίων ανακριτικών αρχών ότι είμαι κάτοικος εξωτερικού και περαιτέρω δεν προκύπτει από την σχηματισθείσα δικογραφία ότι παρέλειψα να διορίσω συνήγορο και αντίκλητο στην έδρα του Δικαστηρίου Υμών, αφού δεν εμφανίστηκα ενώπιον αυτών όχι από υπαιτιότητά μου αλλά από παράλειψη των αρχών να κληθώ. Συνεπεία τούτου η από 3-10-2017 βεβαίωση του Αρχιφύλακα Γ.Σ. μη νόμιμα ελήφθη υπόψιν και οι σχετικές επιδόσεις ήταν καθ’ όλα άκυρες. Εξάλλου, όπως προκύπτει α) από την φορολογική μου δήλωση έτους 2015, 2017 (…) β) την με αριθμό …/2019 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου (…) γ) την από 25/4/2016 προσωρινή διαταγή του Ελεγκτικού Συνεδρίου (…) δ) το από 5/4/2019 πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας έτους 2019 (…), εγώ ήμουν μόνιμος κάτοικος Άργους (… ) έως και τις αρχές του 2019 ότε και μετοίκησα μόνιμα στην Μεγάλη Βρετανία, ενώ στο σπίτι μου επί της οδού … κατοικούσε έως και το Νοέμβριο του 2020 ο πατέρας μου ο οποίος απεβίωσε. Συνεπώς η Εισαγγελική Αρχή όφειλε και δύνατο να προβεί σε νόμιμη κλήτευσή μου στο Άργος όπου η διαμονή μου και η κατοικία μου ήταν γνωστή, τόσο από το δικόγραφο της σε βάρος μου μηνύσεως όσο και από την δηλωθείσα διεύθυνσή μου ενώπιον όλων των κρατικών αρχών. Δεδομένων των ως άνω η εκκαλουμένη είναι μη νόμιμη λόγω της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και θα πρέπει να εξαφανισθεί και περαιτέρω η παρούσα δέον όπως γίνει τυπικά δεκτή. (…)». Περαιτέρω, από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε από την συνήγορο υπεράσπισής του Γ.Χ., δικηγόρο Αθηνών, η οποία ζήτησε να γίνει τυπικά δεκτή η ανωτέρω έφεση του εντολέα της, ισχυριζόμενη ότι η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης προς τον κατηγορούμενο, ήδη αναιρεσείοντα, που εκδόθηκε ερήμην του, ήταν άκυρη, διότι από το έτος 2016 έως και το έτος 2019 ήταν κάτοικος Άργους και όχι αλλοδαπής. Τελικά, το δικαστήριο της ουσίας (Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου) με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. …/28-9-2021 απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη την προαναφερθείσα έφεση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, κατά της υπ’ αρ. ..12-2-2019 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, με την ακολούθως παρατιθέμενη, κατά πιστή αντιγραφή, αιτιολογία: «(…) ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε ερήμην, με την υπ’ αριθ. ../12-2-2019 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου (…). Η απόφαση αυτή επεδόθη στον Γραμματέα της Εισαγγελίας Πλημ/κών Ναυπλίου στις 23-4-2019, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επίδοσης της Μαρίνας Μακρή Επιμελήτριας Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πλημ/κών Ναυπλίου που βρίσκεται στη δικογραφία, καθόσον ο κατηγορούμενος ήταν κάτοικος εξωτερικού και άσκησε την κρινόμενη έφεση στις 19-5-2021 δηλαδή μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας. (…) δεν αποδείχθηκε κάποιο στοιχείο που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση της έφεσης και το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος κατοικούσε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 2019. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν μπόρεσε να προσκομίσει ούτε ένα έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει ότι διέμενε στο Άργος, όπως επικαλείται, ενώ όλα τα έγγραφα που βρίσκονται στη δικογραφία και θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν προς απόδειξη της κατοικίας του ανάγονται στο έτος 2018 και προγενέστερα. Προφανώς επομένως ο εξετασθείς μάρτυρας ψεύδεται και το έτος 2019 ο κατηγορούμενος διέμενε στην Αγγλία, όπου δεν παρακολουθούσε σεμινάρια, αλλά εργαζόταν.».
  2. Με τις παραδοχές αυτές όμως, το δικαστήριο της ουσίας (Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου), απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την υπ’ αρ. …/19-5-2021 έφεση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, κατά της υπ’ αρ. …/12-2-2019 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, στέρησε την προσβαλλομένη υπ’ αρ. …/28-9-2021 απόφασή του από την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως η έννοιά της εκτέθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη. Τούτο δε διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας (Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου), ουδόλως ερεύνησε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου περί ακυρότητας της επίδοσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στην Γραμματέα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, γι’ αυτόν (αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο), ως κάτοικο αλλοδαπής, ειδικότερα δε αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του νόμου για επίδοση στην τελευταία της εν λόγω επίδοσης, που ασκεί ουσιώδη έννομη επιρροή στην κρίση για την εμπρόθεσμη άσκηση της ανωτέρω έφεσης, καθόσον σε περίπτωση ακυρότητάς της δεν είχε αρχίσει η προθεσμία άσκησή της. Ειδικότερα, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ύστερα από την υποβολή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ναυπλίου της υπ’ αρ. πρωτ. …/23-1-2017 αίτησης ποινικής δίωξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου, παραγγέλθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, από τον Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Άργους, προκειμένου να διαπιστωθεί η τέλεση της παράβασης του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 (μη καταβολή ληξιπρόθεσμων χρεών στο Ελληνικό Δημόσιο) από τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, συγκεκριμένα δε να παράσχει ο τελευταίος, ανωμοτί, εξηγήσεις, ο οποίος αναζητήθηκε προς τούτο στην οδό …, στο Άργος, που αναφερόταν ως διεύθυνση κατοικίας του στην ως άνω αίτηση ποινικής δίωξης, πλην όμως δεν βρέθηκε, καθόσον, σύμφωνα με την από 3-10-2017 βεβαίωση του αρχιφύλακα του Α.Τ. Άργους Γεώργιου Σπανού, όπως αυτολεξεί αναφέρεται σ’ αυτήν, «(…) είναι μέτοικος εξωτερικού και συγκεκριμένα Μεγάλης Βρετανίας». Ακολούθως ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου για την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη και παραπέμφθηκε αυτός να δικαστεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, το οποίο με την υπ’ αρ. …/12-2-2019 απόφασή του, που εκδόθηκε ερήμην του (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου) τον κήρυξε ένοχο και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δεκαέξι (16) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Η ανωτέρω υπ’ αρ…./12-2-2019 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου επιδόθηκε στην Γραμματέα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Ναυπλίου Μαίρη Κοϊνά, την 23-4-2019, για τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, ως κάτοικο Άργους και ήδη Μεγάλης Βρετανίας, όπως προκύπτει από το από 23-4-2019 «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ επιδόσεως ΕΡΗΜΗΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ στον Γραμματέα της Εισαγγελίας Πλη/κών Ναυπλίου Σύμφωνα με το άρθρο 273 Κ.Π.Δ.», που συντάχθηκε από την επιμελήτρια δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Ναυπλίου Μαρίνα Μακρή. Η με τον προαναφερόμενο τρόπο όμως επίδοση της ανωτέρω απόφασης δεν επάγεται έννομες συνέπειες για τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, καθόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι αυτός (αναιρεσείων – κατηγορούμενος), κατά το στάδιο της προδικασίας ή σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο της δικονομικής εξέλιξης της υπόθεσης, πριν από την ανωτέρω επίδοση, είχε δηλώσει διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής ανύπαρκτη ή ελλιπής, ή αρνήθηκε να δηλώσει τα πιο πάνω στοιχεία, ή δήλωσε διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή, περαιτέρω δε ότι παρέλειψε να διορίσει αντίκλητο, με αποτέλεσμα η προαναφερθείσα επίδοση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να είναι άκυρη και έτσι να μη έχει αρχίσει η προθεσμία για την άσκηση έφεσης εναντίον αυτής. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, καθόσον ουδεμία σκέψη διαλαμβάνεται για την εγκυρότητα της επίδοσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στην Γραμματέα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, για τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, ως κάτοικο αλλοδαπής, ενώ με την απόρριψη ως απαράδεκτης της ανωτέρω έφεσής του, παραβιάστηκε το από τα άρθ. 6 παρ.1 εδ. α’ της της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) δικαίωμά του (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου) ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης στο δικαστήριο και δικαστικής ακρόασης αυτού, με συνέπεια την από το άρθ. 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ. απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, περαιτέρω δε το δικαστήριο της ουσίας υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, αφού, παρά την ακυρότητα της προαναφερθείσας επίδοσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, θεωρώντας αυτήν έγκυρη και απορρίπτοντας την παραπάνω έφεση του τελευταίου ως απαράδεκτη, παρέλειψε να αποφασίσει για την ουσία της υπόθεσης, όπως είχε υποχρέωση, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του. Επομένως, οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, με την κρινόμενη αίτησή του, λόγοι της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, της έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, της παράνομης απόρριψης της ανωτέρω έφεσής του ως απαράδεκτης, καθώς και της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Δ’, Η’ και Θ’ αντιστοίχως του Κ.Ποιν.Δ.), με τους πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι βάσιμοι.

…»