«…

Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ, υπό την ισχύ του οποίου επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα στους αναιρεσείοντες, που εφαρμόζονται στην προκείμενη περίπτωση κατά τη διάταξη του άρθρου 590 παρ.1 του ισχύοντος ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ’ αυτόν εισαγωγικού της δίκης εγγράφου (κλητηρίου θεσπίσματος) που περιέχει εκτός άλλων, ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, δηλαδή θα πρέπει στο κλητήριο θέσπισμα να περιγράφεται με σαφήνεια και ακρίβεια η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, έτσι ώστε να καθορίζονται επακριβώς τα καίρια και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία πληρούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως αυτό τυποποιείται στο νόμο, για να είναι σε θέση ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση της κατηγορίας και να προετοιμάσει ανάλογα και πλήρως την υπεράσπισή του. Ειδικότερα επί κατηγοριών για ψευδή καταμήνυση και ψευδή κατάθεση στο κλητήριο θέσπισμα πρέπει να αναφέρονται τα καίρια και ουσιώδη σημεία της μήνυσης και της κατάθεσης που φέρονται ως ψευδείς και αναληθείς, χωρίς να αρκεί η απλή παραπομπή του κλητηρίου στη μήνυση. Επίσης, πρέπει να περιέχει τον αριθμό την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, που εξέδωσε το κλητήριο το κλητήριο θέσπισμα. Διαφορετικά, αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει αυτά τα στοιχεία, είναι άκυρο, κατά το άρθρο 321 παρ.4 του ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 320,321,339, 340 και 343 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης με την οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιαφόρως αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάσθηκε είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 173 παρ.1 και 174 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ή της επίδοσής του, η οποία είναι σχετική και αφορά σε διαδικαστική πράξη που κατ’ ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, πρέπει κατά το άρθρο 173 παρ.1 του ΚΠοινΔ, να προταθεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την κατηγορία σε τελευταίο βαθμό, πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή από την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, αλλιώς καλύπτεται, κατά το άρθρο 174 παρ.1 του ΚΠοινΔ ενώ κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλλει εναντίωσή στην πρόοδο της, προτείνοντας την ακυρότητα. Έτσι, σύμφωνα και με τις προαναφερθείσες διατάξεις του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ, απώτατο χρονικό σημείο, που μπορούσε ο κατηγορούμενος να προβάλει ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος στην πρωτοβάθμια δίκη και τις αντιρρήσεις του στην πρόοδο της δίκης, για να μην καλυφθεί η υπάρχουσα σχετική ακυρότητα, είναι η έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, που γίνεται με την έναρξη εξέτασης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα και όχι με την απαγγελία της κατηγορίας ή την ανάπτυξη της έφεσης. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ρητή πλέον πρόβλεψη με το άρθρο 175 παρ.2 του ήδη ισχύοντος ΚΠοινΔ, που καθορίζει ρητά ως απώτατο χρονικό σημείο προβολής των αντιρρήσεων την έναρξη για πρώτη φορά της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο (ΑΠ 405/2020, ΑΠ 285/20). Περαιτέρω, η απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ ΚΠΔ, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες. Έτσι, η απορριπτική της ένστασης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος απόφαση πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, με αναφορά περιστατικών και των συλλογισμών, με βάση τους οποίους το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική κρίση του, εφόσον βεβαίως η υποβολή της ένστασης αυτής έγινε σαφώς και ορισμένως. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β΄ του ΚΠοινΔ, ως λόγος αναίρεσης της απόφασης, μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο εφόσον δεν καλύφθηκε.

…»