«…
Στο άρθρο 4 του Νόμου 2225/1994, ορίζεται : «1. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για την διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από : «α) τα άρθρα… 187 παρ. παρ. 1, 2… ΠΚ», β) … γ)… δ) τα άρθρα 20, 22 και 23 του Ν. 4139/2013, ε)…. στ)… ζ)… η)… θ)… 2. Η άρση στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορούμενου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν. 3. Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του. 4. Η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου επιβάλλεται με διάταξη του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών στην καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του συγκεκριμένου εγκλήματος με το οποίο σχετίζεται η άρση. 5. Την αίτηση για την άρση υποβάλει στο Συμβούλιο ο καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής, ο οποίος ενεργεί τακτική ανάκριση για τα πιο πάνω εγκλήματα. Το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου, με διάταξή του, στην οποία περιέχονται τα, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 5, στοιχεία…». Στο άρθρο 4 του Ν. 2225/1994 προβλέπονται περιοριστικά οι προϋποθέσεις νόμιμης κτήσης αποδεικτικών μέσων που εμπίπτουν στο πεδίο του απορρήτου των επικοινωνιών. Εξ αντιδιαστολής, προκύπτει ότι η κτήση τέτοιων αποδεικτικών μέσων, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που οι διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπουν, απαγορεύεται, και η κτήση τους κατά παράβαση αυτών τα καθιστά παράνομα αποδεικτικά μέσα. Στην περίπτωση, όμως, που το αποδεικτικό μέσο αποκτηθεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 4 Ν. 2225/1994, τότε αυτό έχει το χαρακτήρα του νομίμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου και μπορεί κατ’ αρχήν ελεύθερα να αξιοποιηθεί σε κάθε ποινική διαδικασία, εκτός αν από το νόμο προβλέπεται κάποια ρητή απαγόρευση αξιοποίησης του. Εξάλλου, στο άρθρο 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994 προβλέπεται τέτοια ρητή απαγόρευση αξιοποίησης νομίμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 582/2021, ΑΠ 1518/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας και πριν την ανάγνωση των εγγράφων, ο 14ος κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων προέβαλε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου την ένσταση – αντιρρήσεις περί μη αναγνώσεως της από 2.10.2016 έκθεσης ανάλυσης των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης κατά το χρονικό διάστημα από 2.10.2016 έως 11.5.2017, καθόσον κατά τους ισχυρισμούς του αυτή συνετάγη κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 148, 150 ΚΠοινΔ, περιλαμβάνει προσωπικές κρίσεις, απόψεις και αυθαίρετα συμπεράσματα του συντάκτη αυτής και είναι άκυρη. Το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του. τις ως άνω αντιρρήσεις του 14ου κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος, μετά από παράθεση νομικών σκέψεων, με την ακόλουθη κατά πιστή αντιγραφή αιτιολογία: «Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος, K G, ισχυρίζεται, ότι η από 2-10-2016 έκθεση ανάλυσης συλλεχθέντος προανακριτικού υλικού είναι άκυρη, για τους εξής λόγους: α) γιατί αυτή συντάχθηκε κατά παράβαση του άρθρου 148 ΚΠΔ, καθόσον εκφράζει προσωπικές κρίσεις του δημοσίου υπαλλήλου, συντάκτη της, ως και απόψεις και αυθαίρετα συμπεράσματα του, χωρίς να βεβαιώνει πραγματικά περιστατικά που έκανε ο ίδιος ή άλλος δημόσιος υπάλληλος, β) γιατί έγινε κατά παράβαση του άρθρου 150 ΚΠΔ, καθόσον στην εν λόγω έκθεση συνέπραξαν δύο προανακριτικοί υπάλληλοι, ως πρώτος και δεύτερος, που δικονομικώς δεν προβλέπεται, γ) γιατί δεν συντάχθηκε από τα πρόσωπα που προβλέπει το άρθρο 150 ΚΠΔ, δ) γιατί, σύμφωνα με το άρθρο 152 ΚΠΔ, είναι πλαστή καθ’ ολοκληρία, αφού σε αυτήν περιλαμβάνονται μόνο κρίσεις και αυθαίρετα συμπεράσματα των αστυνομικών που την συνέταξαν, ε) γιατί οι συντάξαντες την έκθεση έχουν διαπράξει σε βάρος του το αδίκημα του άρθρου 370 Α ΠΚ, λόγω παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας, στ) γιατί δεν συντάχθηκε με τις εγγυήσεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994, δεδομένου ότι στις διατάξεις των εν λόγω άρθρων δεν προβλέπεται η σύνταξη τέτοιας έκθεσης ανάλυσης, στην οποία μάλιστα περιλαμβάνονται κρίσεις, συλλογισμοί και αυθαίρετα συμπεράσματα των αστυνομικών οργάνων και ζ) γιατί, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να θεωρηθεί ανωμοτί μαρτυρική κατάθεση των διενεργησάντων την έκθεση αστυνομικών οργάνων, η οποία, κατ’ άρθρο 211 α’ του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, δεν επιτρέπεται να αναγνωσθεί στο ακροατήριο ή να εξετασθούν οι συντάκτες της, ως μάρτυρες.
Από το περιεχόμενο της έκθεσης, των σχετικών βουλευμάτων και των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης ψηφιακών δίσκων, και όλη τη διαδικασία, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, για τους παρακάτω λόγους: Κατ’ αρχάς, η από 2-10-2016 έκθεση ανάλυσης συλλεχθέντος προανακριτικού υλικού, που συντάχθηκε από τον Ανθυπαστυνόμο ΔΜ, του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Κέρκυρας, παρουσία και του Υπαστυνόμου Β’ ΠΑ, της ίδιας Υπηρεσίας, που προσλήφθηκε ως Β’ Ανακριτικός Υπάλληλος, αφορά στην ανάλυση και διασύνδεση του συλλεχθέντος προανακριτικού υλικού, κατά το χρονικό διάστημα από 2-12-2016 έως 11-5-2017. Ειδικότερα, από την ανάγνωση της έκθεσης προκύπτει σαφώς, ότι περιλαμβάνει ανάλυση των δεδομένων και του τρόπου δράσης των κατηγορουμένων, όπως προέκυψε από την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών, για τις αναφερόμενες στην έκθεση τηλεφωνικές συνδέσεις των κατηγορουμένων, η οποία διατάχθηκε με τα υπ’ αριθμ. 31/22-3-2016, 37/8-4-2016, 46/27-4-2016, 53/31-5-2016, 61/5-7-2016, 75/5-8-2016, 86/6-9-2016, 102/28-9-2016, 113/2-11-2016, 118/10-11-2016, 122/15-11-2016, 128/2-12-2016, 132/21-12-2016, 7/31-1-2017, 10/7-2-2017, 14/17-2-2017, 15/6-3-2017 και 32/5-4-2017 βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημ/κών Κέρκυρας, με τα οποία διατάχθηκε, μεταξύ άλλων, η καταγραφή του περιεχομένου των συνομιλιών, με τη διαδικασία της επισύνδεσης, μετά την έκδοση, αρχικώς, των αντίστοιχων διατάξεων της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, μετά από αναφορές και αιτήματα της ως άνω Υπηρεσίας, προς την Εισαγγελέα και δεν περιλαμβάνει προσωπικές κρίσεις, απόψεις και αυθαίρετα συμπεράσματα, του συντάκτη αυτής, όπως ισχυρίζεται ο ενιστάμενος κατηγορούμενος (βλ. σχετ. ΑΠ 1518/2018, ιστοσελίδα ΑΠ). Πιο συγκεκριμένα, περιέχει την αναλυτική καταγραφή του περιεχομένου όλων των επικοινωνιών, των αναφερόμενων τηλεφωνικών συνδέσεων των κατηγορουμένων, όπως αυτή διατάχθηκε με τα ως άνω βουλεύματα. Ήτοι βεβαιώνει πράξεις που έκανε ο ίδιος ο συντάκτης αυτής, δημόσιος υπάλληλος, που ήταν αρμόδιος προς τούτο, στα πλαίσια των καθηκόντων του, με τη σύμπραξη και άλλου δημοσίου υπαλλήλου, του προαναφερόμενου αρμοδίου Υπαστυνόμου, που προσλήφθηκε ως Β’ ανακριτικός υπάλληλος (άρθρ. 148 ΚΠΔ), χωρίς τούτο να δημιουργεί ακυρότητα (άρθρ. 150 ΚΠΔ). Περαιτέρω, το γεγονός ότι αναφέρονται σε κάποια σημεία της έκθεσης κάποιες λέξεις, χαρακτηριζόμενες ως «κλειδιά», όπως «τρία χαρτιά = το χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ, τάληρο = πέντε γραμμάρια (5 γρ.) ηρωίνη, δύο χώρια = δύο ξεχωριστές συσκευασίες», δεν αίρει τα παραπάνω, αφού τούτα προκύπτουν από το περιεχόμενο των τηλεφωνικών επικοινωνιών, μεταξύ των κατηγορουμένων και δεν αποτελούν προσωπικές κρίσεις και αυθαίρετα συμπεράσματα του συντάκτη αυτής. Εκτός τούτων, δεν τίθεται θέμα πλαστότητας της έκθεσης, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτή περιέχει το ως άνω συγκεκριμένο περιεχόμενο, και όχι μόνο κρίσεις και αυθαίρετα συμπεράσματα των αστυνομικών, κατά τον αβάσιμο ισχυρισμό του ενιστάμενου κατηγορουμένου, στον οποίο και μόνο στηρίζει και τον ισχυρισμό του περί πλαστότητας. Περαιτέρω, δεν μπορεί να γίνει λόγος, ότι οι συντάξαντες τις εκθέσεις απομαγνητοφώνησης και ακολούθως την έκθεση ανάλυσης προανακριτικοί υπάλληλοι έχουν διαπράξει, σε βάρος του κατηγορουμένου, το αδίκημα του άρθρου 370 Α ΠΚ, παραβιάζοντας το απόρρητο τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας. Όπως προέκυψε, οι προαναφερόμενοι προανακριτικοί υπάλληλοι ενήργησαν σύμφωνα με τις διατάξεις των εκδοθέντων βουλευμάτων – υπό τις εγγυήσεις και τη διαδικασία των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994 περί «προστασίας της ελευθερίας ανταπόκρισης και επικοινωνίας»-, με τα οποία διατάχθηκε η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδέσεων κλήσης, με τους αριθμούς που αναφέρονται αναλυτικώς σε κάθε ένα από τα ως άνω βουλεύματα, από την οποία διαδικασία προέκυψε και η συμμετοχή του κατηγορουμένου στις διερευνώμενες αξιόποινες πράξεις. Ειδικότερα, προέκυψαν τα εξής: Το Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών, της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Κέρκυρας, με σχετικές αναφορές και αιτήματά του, προς την Εισαγγελέα Κέρκυρας, ζήτησε την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των τηλεφωνικών συνδέσεων κλήσης, με τους αριθμούς που αναφέρονται αναλυτικώς σε κάθε μία από αυτές. Ακολούθως, η Εισαγγελέας, αφού εξέδωσε τις αντίστοιχες διατάξεις, με τις οποίες δέχθηκε τα ως άνω αιτήματα, με σχετικές αιτήσεις – προτάσεις, προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, ζήτησε να επικυρωθούν οι σύμφωνα με τα παραπάνω εκδοθείσες διατάξεις της. Και το Συμβούλιο, με τα ως άνω βουλεύματα του, δέχθηκε τις αιτήσεις – προτάσεις της Εισαγγελέως, και διέταξε την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδέσεων κλήσης, με τους αριθμούς που αναφέρονται αναλυτικώς σε καθ ε ένα από τα ως άνω βουλεύματα. Επίσης, εκτός των άλλων, α) διατάχθηκε η γνωστοποίηση των αναφερομένων στοιχείων και η καταγραφή του περιεχομένου των συνομιλιών, με τη διαδικασία της επισύνδεσης, για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών, αρχόμενο από την ημερομηνία έκδοσης του βουλεύματος, ως και η καταγραφή δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων, εκτός κατοικίας, με συσκευές ήχου ή εικόνας, ή άλλα τεχνικά μέσα, των ανωτέρω (κατηγορουμένων), καθώς και των ατόμων που έρχονται σε επαφή μαζί τους και σχετίζονται με την υπό έρευνα υπόθεση, για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών, αρχόμενο από την ημερομηνία έκδοσης του βουλεύματος και β) επετράπη η χρησιμοποίηση του υλικού που θα προκύψει από την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των τηλεφωνικών συνδέσεων, καθώς και του οπτικοακουστικού υλικού, που θα προκύψει από τυχόν καταγραφή της δραστηριότητας των εμπλεκομένων προσώπων, ως αποδεικτικού μέσου, ενώπιον οποιασδήποτε Δικαστικής, Ανακριτικής ή Αστυνομικής Αρχής. Μετά την έκδοση των βουλευμάτων, οι αρμόδιοι προανακριτικοί υπάλληλοι ενήργησαν σύμφωνα με όσα ορίζονται σε αυτό, καταγράφοντας το περιεχόμενο των συνομιλιών, με τη διαδικασία της επισύνδεσης, των τηλεφωνικών συνδέσεων που αναφέρονται στο καθένα. Ακολούθως, προχώρησαν στη σύνταξη των σχετικών εκθέσεων απομαγνητοφώνησης και τελικώς της προσβαλλομένης έκθεσης ανάλυσης. Από το περιεχόμενο δε των τηλεφωνικών συνδέσεων προέκυψε και η συμμετοχή του ως άνω κατηγορουμένου στις ερευνώμενες αξιόποινες πράξεις, η οποία και καταγράφεται στην έκθεση, που, όπως και οι εκθέσεις απομαγνητοφώνησης, έχουν συνταχθεί σύμφωνα με όσα όρισαν τα εκδοθέντα βουλεύματα, υπό τις εγγυήσεις των άρθρων 4 και 5 του Ν. 2225/1994, και σε ουδεμία περίπτωση παραβιάσθηκε το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας και συνομιλίας του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, το γεγονός ότι, στις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του Ν, 2225/1994, δεν προβλέπεται η σύνταξη τέτοιας έκθεσης ανάλυσης, δεν καθιστά τη συνταχθείσα παράνομο αποδεικτικό μέσο, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, αφού αυτή συντάχθηκε, σύμφωνα με την ως άνω νόμιμη διαδικασία και υπό τις εγγυήσεις των άρθρων 4 και 5 του Ν. 2225/1994. Ακόμη, η προσβαλλόμενη έκθεση, δεν δύναται να θεωρηθεί ως ανωμοτί μαρτυρική κατάθεση των διενεργησάντων αυτήν αστυνομικών οργάνων, η οποία, κατ’ άρθρο 211 α’ του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, δε επιτρέπεται να αναγνωσθεί στο ακροατήριο ή να εξετασθούν οι συντάκτες της, ως μάρτυρες, όπως ισχυρίζεται ο ενιστάμενος κατηγορούμενος. Όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται για έκθεση, που συντάχθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 148 επ. ΚΠΔ, από τον προαναφερόμενο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο, με τη σύμπραξη και του προαναφερόμενου δημοσίου υπαλλήλου, στα πλαίσια των καθηκόντων του στην ποινική διαδικασία, η οποία βεβαιώνει πράξεις που έκανε ο ίδιος συντάκτης της, και ως τέτοια λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο.
Τέλος, ο ισχυρισμός του παραπάνω κατηγορουμένου, K G, ως και του πρώτου κατηγορουμένου, K A, ότι από 2-10-2016 έκθεση ανάλυσης συλλεχθέντος αποδεικτικού υλικού, είναι άκυρη, και για το λόγο ότι στους απομαγνητοφωνημένους διάλογους, που είναι στην αλβανική γλώσσα, ο διερμηνέας – μεταφράσας δεν υπογράφει τη μετάφραση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σύμφωνα με το όρθρο 151 εδ. β’ ΚΠΔ, η έκθεση διαβάζεται σε όσους κατά το άρθρο 150 ΚΠΔ συνεργάστηκαν (για τη σύνταξή της) και υπογράφεται από αυτούς. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη έκθεση συντάχθηκε από τον Ανθυπαστυνόμο ΔΜ, του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Κέρκυρας, με τη σύμπραξη και του Υπαστυνόμου Β’ ΠΑ, της ίδιας Υπηρεσίας, και υπογράφηκε και από τους δύο, χωρίς τη σύμπραξη και υπογραφή διερμηνέως, καθόσον δεν υπήρχε λόγος προς τούτο. Τούτο γιατί, η σύνταξη της στηρίχθηκε στις εκθέσεις απομαγνητοφώνησης, -που συντάχθηκαν στην ελληνική γλώσσα-, στις οποίες, όπου απαιτείτο η μετάφραση διαλόγων από την αλβανική γλώσσα στην ελληνική, διορίσθηκε ως διερμηνέας η K L του L και της S, η οποία έκανε τη μετάφραση και ακολούθως υπέγραψε και τις εκθέσεις στις οποίες είχε διορισθεί, ως διερμηνέας (βλ. τις από 2-12-2016, 13-1- 2017, 14-1-2017, 29-1-2017, 8-2-2017, 15-2-2017, 26-2-2017, 5-3-2017, 11-3-2017, 16-3-2017, 9-4-2017, 15-4-2017 και 28-4-2017 εκθέσεις απομαγνητοφώνησης ψηφιακών δίσκων, με διερμηνέα)».
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, ορθά και με επαρκείς αιτιολογίες, απέρριψε την ως άνω ένσταση – αντιρρήσεις του 14ου κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος και ανέγνωσε και έλαβε υπόψη του την από 2.10.2016 έκθεση ανάλυσης συλλεχθέντος προανακριτικού υλικού αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης η εν λόγω έκθεση δεν περιέχει προσωπικές κρίσεις, απόψεις και αυθαίρετα συμπεράσματα του συντάκτη αυτής, αλλά περιέχει αναλυτική καταγραφή όλων των επικοινωνιών των αναφερομένων τηλεφωνικών συνδέσεων των κατηγορουμένων και ότι πρόκειται για έκθεση που συντάχθηκε υπό τις εγγυήσεις των άρθρων 4 και 5 του Ν.2225/1994 και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 148 επ. ΚΠΔ. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α’ σε συνδ. με άρθρ. 171 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠοινΔ) είναι αβάσιμος.
…»