“… στοιχείο α’ ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο ”ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή” Κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, όπως προβλέπεται πλέον υπό την ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα, είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου. Κατά την γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την εφαρμογή της διάταξης λέξης «Σύννομη» έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιϊκών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται μ’ αυτόν ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν Θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα, αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά  συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο που ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και    178 του ΚΠοινΔ για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου ν’ ατιοφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Από τον συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν είναι φανερό πως για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.ΑΠ 2/2022). Ακόμη, το τεκμήριο της αθωότητας που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ Δ A ), που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και το άρθρο 71 του ΚΠοινΔ, έχει εφαρμογή ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου. Ως προς τη συνδρομή ή μη λόγων μείωσης της ποινής, με την επίκληση από τον κατηγορούμενο της συνδρομής υπέρ αυτού ελαφρυντικών περιστάσεων από τις διατάξεις του άρθρου 84 του ΠΚ. το Δικαστήριο, για τη συνδρομή ή μη αυτών, μπορεί να λάβει υπόψη του κάθε αποδεικτικό μέσο κατά τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 του ΚΠοινΔ και κάθε πράξη ή παράλειψη του κατηγορούμενου, που προκύπτει από τα αποδεικτικά μέσα. Σε περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη του κατηγορούμενου συνιστώ αξιόποινη πράξη, μπορεί να τη λάβει υπόψη του ακόμη και αν για αυτή δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, χωρίς να παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας, διότι η κρίση του Δικαστηρίου κατατείνει στη συνδρομή ή μη της επικαλούμενης ελαφρυντικής περίστασης και όχι στην κρίση περί ενοχής ή μη του αιτούντος τη συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περίστασης…”