ΑΠ 1351/2022. Αν η νέα εκδίκαση της υπόθεσης διατάχθηκε ύστερα από αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε μόνον από τον καταδικασθέντα ή προς όφελός του, ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, η νέα συζήτηση διεξάγεται εξαρχής μεν, αν αναιρέθηκε η απόφαση εξ ολοκλήρου, κατά το μέρος δε που αναιρέθηκε, όταν η αναίρεση υπήρξε μερική, διότι, στη δεύτερη περίπτωση, κατά τα λοιπά μέρη της αναιρεθείσης αποφάσεως για τα οποία δεν προβλήθηκαν λόγοι αναιρέσεως ή οι τυχόν προβληθέντες απορρίφθηκαν από την αναιρετική απόφαση, η προσβληθείσα απόφαση κατέστη αμετάκλητη (αρθρ. 546 Κ.Π.Δ.), οπότε δεν επιτρέπεται νέα συζήτηση επί των μερών τούτων, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω κεφάλαια είναι αυτοτελή και η υπόστασή τους δεν εξαρτάται από το αναιρεθέν μέρος. Ειδικότερα, αν αναιρεθεί καταδικαστική απόφαση εν μέρει μόνο ως προς την απάλειψη επιβαρυντικής περίστασης και ως προς την ύπαρξη λόγου περαιτέρω μείωσης της ποινής(αρθρ. 85 Π.Κ.), η νέα συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής περιορίζεται μόνο ως προς τα μέρη αυτά (ΑΠ 227/2020, 1040/2019), οι αποφάσεις δε της Ολομέλειας και των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση, ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν.

Για λήψη της υπ’ αριθμ. 1351/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου πατήστε εδώ.

ΑΠ 1494/2022. Απάτη (αρ. 386 ΠΚ). Στοιχεία νομοτυπικής μορφής. Ψευδής βεβαίωση (αρ. 242 ΠΚ). Στοιχεία νομοτυπικής μορφής. Για τη στοιχειοθέτηση της ψευδούς βεβαίωσης δεν αποτελεί προϋπόθεση η εγκυρότητα του εγγράφου, το οποίο μπορεί να προσβληθεί σύμφωνα με το νόμο, ούτε η καθ` ολοκληρίαν συμπλήρωση και αποπεράτωσή του. Το έγκλημα πραγματώνεται και στην περίπτωση, που προσαπαιτείται για την ολοκλήρωση του εγγράφου η προσυπογραφή του και από άλλα πρόσωπα εκτός του υπαλλήλου που το εξέδωσε. Αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις (αρ. 352 ΚΠΔ).Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για νέες (κρείσσονες) αποδείξεις, με σκοπό να εξεταστούν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο μάρτυρες που δεν έχουν κληθεί ή να προσκομιστούν έγγραφα ή να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη που εκκρεμεί ή νέα πραγματογνωμοσύνη. Στο αίτημα αναβολής πρέπει να προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες νέες αποδείξεις, που ζητείται να διαταχθούν και να διευκρινίζεται το αποδεικτέο ουσιαστικό ζήτημα, που πρόκειται να αποδειχτεί με τη διεξαγωγή τους, το οποίο πρέπει να είναι σχετικό με την εκδικαζόμενη κατηγορία και χρήσιμο για την έρευνα της ενοχής του κατηγορουμένου. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο όμως οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αναβολής, εφόσον αυτό είναι ορισμένο και παραδεκτό και, αν δεν απαντήσει, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, ενώ, αν η απορριπτική απόφαση δεν είναι ειδικά αιτιολογημένη, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ. και λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του Κ.Ποιν.Δ., αλλά και λόγος αναιρέσεως για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η` του Κ.Ποιν.Δ.. Ανάγνωση της κατάθεσης του μάρτυρα (αρ. 363 ΚΠΔ) . Δεν δημιουργείται ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 363 ΚΠοινΔ, όταν το Δικαστήριο λάβει υπόψη κατάθεση μάρτυρα που δόθηκε στην προδικασία και αναγνώστηκε στο ακροατήριο, αν συναινεί ο κατηγορούμενος ή αν κρίνεται αιτιολογημένα ότι είναι αδύνατη η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, μη ανεύρεσής του λόγω αδυναμίας εντοπισμού της διεύθυνσης κατοικίας του ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος.

«… Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., η οποία δεν διαφοροποιείται ως προς τα στοιχεία της […]

ΑΠ 1601/2022. Λαθρεμπορία. Άρθρο 211 ΚΠΔ. Ελαφρυντικές περιστάσεις άρ. 84 παρ. 2 ε και 84 παρ. 3 ΠΚ.

Λαθρεμπορία –Υπό την ισχύ του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα η καθοιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής του οφειλομένου για […]

ΑΠ 40/2023. Δεν υφίσταται σοβαρός λόγος ευπρέπειας, με την έννοια της αμφισβήτησης της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού, όταν ο Εισαγγελέας ή ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, έχει ασκήσει υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως κατά ορισμένης ποινικής αποφάσεως και στη συνέχεια συμμετέχει ως Εισαγγελέας της έδρας στην εκδίκαση της ίδιας αιτήσεως αναιρέσεως , στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Η συμμετοχή του στην ίδια υπόθεση, ως ασκούντος το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως και ως Εισαγγελέα της έδρας που θα προτείνει επί της τυπικής και ουσιαστικής βασιμότητας αυτού, δεν συνάγεται βλάβη του συμφέροντος της δικαιοσύνης και της διασφάλισης του κύρους της, δεδομένου μάλιστα, ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο ανωτέρω Εισαγγελικός Λειτουργός δεν θα ασκήσει απροκατάληπτα το υπηρεσιακό του καθήκον. Ως εκ τούτου δεν προκύπτει κίνδυνος δημιουργίας υπονοιών μεροληψίας στο πρόσωπό του, αφού επιπλέον ούτε έχει οποιαδήποτε σχέση με τα διάδικα μέρη. Συνεπώς, δεν συντρέχουν σοβαροί λόγοι ευπρέπειας ώστε να απέχει αυτός από τα εισαγγελικά του καθήκοντα, κατά την εκδίκαση της ανωτέρω υποθέσεως.

Για λήψη της υπ’ αριθμ. 40/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου πατήστε εδώ.

Α.Π. 62/2023. Αν ο παθών απάτης κατ΄ αρ. 386 παρ.1 ν.Π.Κ. τελεσθείσης υπό το προϊσχύσαν καθεστώς του π.Π.Κ, οπότε το αδίκημα διωκόταν αυτεπαγγέλτως, είχε μεν τότε υποβάλλει μηνυτήρια αναφορά ζητώντας την άσκηση ποινικής δίωξης, αλλά το είχε πράξει μετά την πάροδο του τριμήνου, αφότου είχε τελεσθεί η πράξη και αφότου ο ίδιος είχε λάβει γνώση αυτής ή ακόμα αν δεν είχε κάν υποβάλλει τέτοια μηνυτήρια αναφορά, αλλά πριν την ισχύ των νέων κωδίκων (1-7-19) είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής,έστω και αν μετά την ισχύ αυτών δεν δήλωσε εμπρόθεσμα κατ’ άρ. 464 ν.Π.Κ, ότι επιθυμεί την πρόοδο της διαδικασίας, παρά ταύτα εγκύρως συνεχίζεται η τελευταία, διότι η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς ή της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής σαφώς υποκαθιστά την μεταγενέστερη και προβλεπόμενη από την μεταβατική διάταξη του άρ. 464 ν. Π.Κ. απλή δήλωση προόδου της διαδικασίας και προδήλως εκπληρώνει τον σκοπό της τελευταίας (βλ. Α.Π. 346/21, 138/21, 1043/21, 1067/21, 773/20, 557/20).

Για λήψη της υπ’ αριθμ. 62/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου πατήστε εδώ.

Α.Π.353/2023. Τα φορολογικά αδικήματα που τελέστηκαν μέχρι τις 6 Νοεμβρίου 2020 υπάγονται στο σύνολο των διατάξεων του Ν.4174/2013, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το Ν.4745/2020, με τη διευκρίνιση ότι ειδικά για την παραγραφή εφαρμόζεται το άρθρο 55 Α παρ.3 του Ν.4174/2013 ακόμα και μετά την κατάργηση του άρθρου 68 παρ.2 του Ν.4174/2013 με το άρθρο 92 του Ν.4745/2020 ( ΑΠ 784/2022, ΑΠ 95/2022, ΑΠ 594/2021).

Για λήψη της υπ’ αριθμ. 353/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου πατήστε εδώ.

ΑΠ 1370/2022. Ελαφρυντική περίσταση άρθρου 133 ΠΚ. Αιτιολογημένη η απόρριψη του ελαφρυντικού, καθώς το δικαστήριο δέχθηκε ότι, όπως αποδεικνύεται δε από το προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό, είχε αποκτήσει μεγάλη εμπειρία ζωής και ωριμότητα, και η προαναφερθείσα πράξη του δεν ήταν το αποτέλεσμα νεανικής απερισκεψίας και επιπολαιότητας, αλλά προϊόν συνειδητής αποφάσεως και επιμελώς καταστρωθέντος σχεδίου, προς εύκολο πλουτισμό

«… V) Έτερος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει, κατά τα προαναφερθέντα, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην απόφαση, είναι και […]

ΑΠ 1274/2022. Ν 4251/2014. Άρθρα 29 παρ. 5, 30 Ν 4251/2014. Μεταβολή κατηγορίας και ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 343 ΚΠοινΔ για τον χαρακτηρισμό της πράξης στον οποίο προέβη κατά την διάσκεψή του, καθόσον η ταυτότητα της πράξης ως ιστορικό γεγονός δεν μεταβλήθηκε και συνακόλουθα δεν προέκυψαν νέες περιστάσεις όπως ορίζεται στην εν λόγω διάταξη, ούτε υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από τους τελευταίους πέραν του ότι, η ως άνω μεταβολή της κατηγορίας είχε ως συνέπεια την ευνοϊκότερη μεταχείριση των κατηγορουμένων.

«… Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 30 Ν 4251/2014, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 Ν.4637/2019 (ΦΕΚ Α 180/18.11.2019), […]

ΑΠ 1637/2022. Κατ΄εξακολούθηση έγκλημα. Χαρακτηρισμός της πράξης ως κακουργήματος κατ΄άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ. Στις περιπτώσεις του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Επιπροσθέτως, σε περίπτωση μεταβολής του ποινικού νόμου κατά τη διάρκεια τέλεσης εγκλήματος κατ’εξακολούθηση, εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ισχύει κατά την τέλεση της τελευταίας επί μέρους πράξης, έστω και αν ακόμα αυτός είναι αυστηρότερος, εφόσον βέβαια και οι προγενέστερες από αυτόν πράξεις ήταν τιμωρητές, ενώ για τον χαρακτηρισμό του κατ΄εξακολούθηση εγκλήματος ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνονται υπόψη όλες οι μερικότερες πράξεις (ΑΠ 692/2020, ΑΠ 746/2020, ΑΠ 743/2020, ΑΠ 159 2019).

«… Με το α΄σκέλος του 2ου λόγου του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως (υπό στοιχείο Β.1), ο αναιρεσείων πλήττει την […]