«…

Με βάση γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 2 του ΠΚ και 590 παρ. 1 του ΚΠΔ, οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από την έναρξη της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Η διαδικασία, δηλαδή, χωρεί σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο, κατά τον οποίο επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη και, συνεπώς, οι μεν πράξεις, οι οποίες έγιναν υπό το κράτος του παλαιού νόμου, είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας και, επομένως, και η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη, θα γίνει σύμφωνα με τον νέο νόμο. Έτσι, οι προϋποθέσεις του αποκλεισμού, εξαίρεσης και αποχής δικαστικών προσώπων, κατ’ άρθρο 14 ΚΠΔ, κρίνονται με βάση το νόμο, ο οποίος ισχύει κατά τον χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης (ΑΠ 576/2020). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα, που έλαβε χώρα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω της μη τήρησης των διατάξεων, που καθορίζουν τη σύνθεση του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του ΚΠΔ, για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσής του. Περαιτέρω, στο άρθρο 14 του νέου ΚΠΔ (ν. 4620/2019) προβλέπονται οι λόγοι αποκλεισμού των δικαστικών προσώπων από τη συμμετοχή τους στην ποινική δίκη. Στην παράγραφο 2 περ. στ’ του άρθρου αυτού, όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με  το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 4637/2019, ορίζονται τα ακόλουθα: «2. Από την άσκηση των παραπάνω έργων σε ποινική υπόθεση αποκλείεται επίσης: α)……..στ) ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα». Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4637/2019, η ρύθμιση αυτή ενσαρκώνει την αξίωση αμεροληψίας όλων των προσώπων που έχουν προηγούμενη ενασχόληση με την υπόθεση, ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία υπονοιών αντικειμενικής μεροληψίας κατά τις διακρίσεις του ΕΔΔΑ. Ενόψει της ως άνω ρύθμισης, εκτός του δικαστή, που συμμετείχε στο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο είχε εκδώσει το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποκλείεται από την εκδίκαση της υπόθεσης και ο δικαστής, που έχει επιληφθεί ενδίκου μέσου κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος, εφόσον, όμως, εξέφερε ουσιαστική (όχι απλώς νομική) κρίση για την υπόθεση, δηλαδή, στην περίπτωση που το δευτεροβάθμιο συμβούλιο υπεισήλθε στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και αποφάσισε την παραπομπή του κατηγορουμένου στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω της ύπαρξης επαρκών ενδείξεων ενοχής του. Κατ’ εξαίρεση όμως, για τη μη παρέλκυση της διεξαγωγής των δικών, με την παραπάνω διάταξη παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στην εκδίκαση της υπόθεσης του δικαστή, που είχε συμπράξει, κατά τα ανωτέρω, στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, εφόσον δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα. Όμως, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αναφέρεται το γεγονός αυτό στην εκδιδόμενη απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/2015 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ιωαννίνων, για να δικαστεί για την πράξη της της κατ’ εξακολούθηση προμήθειας, κατοχής και διάθεσης υλικού παιδικής πορνογραφίας με ηλεκτρονικό υπολογιστή και τη χρήση του διαδικτύου, η παραγωγή δε του υλικού παιδικής πορνογραφίας συνδεόταν με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων, που δεν είχαν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους από δράστη που ενεργεί κατά συνήθεια. Κατά του βουλεύματος αυτού, ο ανωτέρω άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. …/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, που απέρριψε την έφεση, επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα και αντικατέστησε την προσωρινή κράτηση του εκκαλούντος με περιοριστικούς όρους. Η εξέταση της υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο έγινε μόνο για νομικούς λόγους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 478 του παλαιού ΚΠΔ (για απόλυτη ακυρότητα  και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης). Μέλος της σύνθεσης του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, που εξέδωσε το παραπάνω βούλευμα, ήταν και η Εφέτης Α. Λ., ενώ η πρόταση προς το Συμβούλιο υποβλήθηκε από τον Αντεισαγγελέα Εφετών Α. Σ.. Οι ανωτέρω συμμετείχαν και στη σύνθεση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ιωαννίνων, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. …/2022 απόφαση. Ωστόσο, εφόσον το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων, κατά την έκδοση του ως άνω υπ’ αριθμ. ../2015 βουλεύματος, περιορίσθηκε στην έρευνα των νομικών αιτιάσεων του πρωτόδικου βουλεύματος, που είχε υποβάλει ο κατηγορούμενος και δεν υπεισήλθε στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν ανέκυπτε περίπτωση αποκλεισμού της ως άνω δικαστικής λειτουργού από τη συμμετοχή της στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, βάσει του άρθρου 14 παρ. 2 περ. στ΄ του νέου ΚΠΔ. Ούτε, βέβαια, και για τον εισαγγελικό λειτουργό Α. Σ., ο οποίος συμμετείχε στη σύνθεση του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την ως άνω απόφαση, ανέκυπτε τέτοια περίπτωση, καθόσον, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 14 του νέου ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας, ο οποίος είχε υποβάλει την πρόταση για την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, δεν αποκλείεται από τη σύνθεση του Δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται της εκδίκασης της υπόθεσης. Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ, για απόλυτη ακυρότητα, προκληθείσα λόγω της συμμετοχής των ανωτέρω προσώπων στη σύνθεση του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

…»