«…

Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι εκείνες που υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και, ως εκ τούτου, ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, ή νεότερες καταθέσεις συμπληρωματικές, ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ’ αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές, που την εξέδωσαν, εφόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφόμενης κατά αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Εξάλλου, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 528 παρ. 1, 3 και 529 του Κ.Ποιν.Δ., η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υποβάλλεται από τον ίδιο τον καταδικασθέντα ή τον σύζυγό του ή τον συνδεόμενο με σύμφωνο συμβίωσης ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δευτέρου βαθμού ή από τον συνήγορό του ή από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε, στον εισαγγελέα Εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από Πλημμελειοδικείο και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε κάθε άλλη περίπτωση, ο οποίος την εισάγει στο (αρμόδιο) Δικαστικό συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο) όπου υπηρετεί, που αποφαίνεται σχετικά, αφού ακούσει τον οικείο Εισαγγελέα και τον αιτούντα, ο οποίος κλητεύεται πριν από πέντε ημέρες και παρίσταται κατά τις διατάξεις του Κ.Ποιν.Δ. Κατά τις  ίδιες διατάξεις η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη (ΑΠ 825/2021, ΑΠ 1412/2020). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 529 και 528 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, είναι το συμβούλιο Εφετών αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωσης απαγγέλθηκε από Πλημμελειοδικείο και το συμβούλιο του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση (ΑΠ 1412/2020). Αν με απόφαση του Εφετείου έχει απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η έφεση κατά απόφασης του Πλημμελειοδικείου, αρμόδιο συμβούλιο είναι αυτό των Εφετών, αφού καταδικαστική παρέμεινε η απόφαση του Πλημμελειοδικείου, σε τέτοια δε περίπτωση αν η αίτηση υποβλήθηκε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και όχι των εφετών, απορρίπτεται ως απαράδεκτη και δεν παραπέμπεται (ΑΠ 1996/2008).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 29.12.2021 αίτηση, την οποία υπέβαλε ο αιτών Α.Β., διά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Αθηνών Σ.Σ., στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και απευθύνεται ενώπιον του Αρείου Πάγου, ζητεί την επανάληψη, προς το συμφέρον του ιδίου, της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ’ αριθ. … απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε αμετάκλητα (καθόσον η ασκηθείσα κατ’ αυτής έφεσή του απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την υπ’ αριθ. … απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών) για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β΄ του ΠΚ, σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισής του, επικαλούμενος ότι, από τις νέες αποδείξεις που αναφέρονται στην εν λόγω αίτηση και ήταν άγνωστες στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γίνεται φανερό (όπως διατείνεται) ότι είναι αθώος ης ως άνω αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε. Με αυτό όμως το περιεχόμενο, η κρινόμενη αίτηση, στρεφόμενη κατά της υπ’ αριθ. … καταδικαστικής αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αναρμοδίως υπεβλήθη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθόσον έπρεπε να υποβληθεί στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για να την εισαγάγει στο οικείο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν στον αιτούντα τα έξοδα της παρούσας ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

…»