«…

Από τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 3 και 171 παρ. 1 εδ. α΄ του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι κακή σύνθεση του δικαστηρίου της ουσίας, η ύπαρξη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, δεν υφίσταται όταν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει έφεση του κατηγορουμένου, εκτελεί καθήκοντα Εισαγγελέα ο ίδιος, ο οποίος με την αυτή ιδιότητα, είχε ασκήσει καθήκοντα Εισαγγελέα κατά την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Ο κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 14 του ΚΠΔ αποκλεισμός του δικαστή στην εκδίκαση υπόθεσης κατ’ έφεση προϋποθέτει ότι αυτός έχει συμπράξει στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Ο Εισαγγελέας, όμως, ο οποίος είναι μεν δικαστικός λειτουργός, πλην όμως με την συμμετοχή του στη σύνθεση του δικαστηρίου, όπου, αναφορικά με την εκδιδομένη από αυτό απόφαση, περιορίζεται απλώς να αναπτύσσει την κατηγορία και να προτείνει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεν συμπράττει στην έκδοση της απόφασης, η οποία προϋποθέτει ψήφο του δικαστή. Επιπλέον, η συμμετοχή του ίδιου εισαγγελικού λειτουργού κατά την εκδίκαση έφεσης, σε υπόθεση στην οποία  ο ίδιος είχε ασκήσει εισαγγελικά καθήκοντα κατά την πρωτοβάθμια δίκη, δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σε τρόπο που να δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για κακή σύνθεση του δικαστηρίου. Η τυχόν δυσπιστία για το αμερόληπτο του εισαγγελικού αυτού λειτουργού, κατά την εκδίκαση της έφεσης, μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κ.Π.Δ., να προταθεί ως λόγος εξαίρεσής του και έτσι εξασφαλίζεται το δικαίωμα του προσώπου να δικασθεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο (ΑΠ 822/2020, ΑΠ 930/2019, ΑΠ 176/2017). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του Κ.Π.Δ. προτελευταίος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης,  με τον οποίον προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας για κακή σύνθεση του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, από το λόγο ότι μετείχε στη σύνθεση αυτού ως Εισαγγελέας πρόσωπο που είχε μετάσχει και πρωτοδίκως στην ίδια υπόθεση με την ίδια ιδιότητα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου. Η ακυρότητα δε αυτή, που προκύπτει κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης.  Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 4 παρ.1 στοιχ. γ’ και 5 παρ.1 περ. Α’ εδ. δ’ και 2 του ν. 1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού δικαστηρίων …”, που  ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή το Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται από Πρόεδρο Πρωτοδικών και δύο Πρωτοδίκες. Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνεται ένας μόνο Πρωτοδίκης Πολυμελούς Πρωτοδικείου ή Τριμελούς Πλημμελειοδικείου από Πάρεδρο ή Ειρηνοδίκη ή Πταισματοδίκη της περιφέρειάς του. Οι αναπληρωτές αυτοί ορίζονται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Εξάλλου, στο άρθρο 17 στοιχ.  Β΄ παρ. 7 εδ. β΄ του ίδιου νόμου ορίζεται ότι “Όπου δεν διενεργείται κλήρωση, ο δικαστής ή ο εισαγγελέας που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, αν εμφανιστεί ανυπέρβλητη δυσχέρεια για την κατάρτιση της σύνθεσης του δικαστηρίου, με αιτιολογημένη πράξη του, αντικαθιστά ή ορίζει τους δικαστές ή τον εισαγγελέα αντιστοίχως”. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 στοιχ. Β΄ παρ. 10 του ίδιου νόμου, “η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης”. Από τις άνω διατάξεις συνάγεται ότι, κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών ποινικών δικαστηρίων, όταν οι συνθέσεις τους δεν ορίζονται με κλήρωση, (οπότε έχει εφαρμογή το άρθρο 17 του ίδιου κώδικα), στην περίπτωση αναπλήρωσης πλημμελειοδίκη τριμελούς πλημμελειοδικείου από ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη, απαιτείται να εκδίδεται πράξη από τον διευθύνοντα το δικαστήριο δικαστή, η οποία και μνημονεύεται στην απόφαση. Η μνεία της πράξης αναπλήρωσης στην απόφαση, και μάλιστα στο προοίμιο αυτής κάτω από το όνομα του δικαστή, που αναπληρώνει τον τακτικό δικαστή, υποδηλώνει τη συνδρομή νόμιμου προς αναπλήρωση λόγου, που ερευνήθηκε από τον διευθύνοντα δικαστή και αναφέρεται στη πράξη του, δεν είναι δε απαραίτητο ο λόγος αυτός αναπλήρωσης να αναφέρεται και στην απόφαση. Επίσης, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση σε τί συνίσταται το κώλυμα του αναπληρούμενου δικαστή. Αν δεν αναφέρεται στην απόφαση η πράξη αναπλήρωσης, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου, κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. α΄ του ΚΠΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ίδιου κώδικα λόγος αναίρεσης (ΑΠ 499/2020, ΑΠ 1123/2019), εκτός αν η ακυρότητα αυτή, λόγω κακής σύνθεσης, καλύφθηκε, διότι δεν προτάθηκε πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, όπως ορίζεται στο ως άνω άρθρο 17 στοιχείο  Β’ παρ. 10 του ν. 1756/1988, το οποίο εφαρμόζεται, σε κάθε περίπτωση αναλογικά και όταν η σύνθεση του δικαστηρίου δεν ορίζεται με κλήρωση (ΑΠ 1146/2018, ΑΠ 1339/2017). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ.1 του ίδιου ως άνω νόμου, ορίζεται ότι “η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία”, στην παρ. 2 ότι “δρα ενιαία και αδιαίρετα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης” και στην παρ. 6 ότι “αν δεν υπάρχει, απουσιάζει η κωλύεται ο εισαγγελέας του δικαστηρίου, αναπληρώνεται από τους εισαγγελικούς λειτουργούς της οικείας εισαγγελίας κατά τη σειρά της αρχαιότητάς τους …”. Με τις διατάξεις αυτές, καθιερώνεται το αδιαίρετο της εισαγγελικής αρχής, γι’ αυτό στα βουλεύματα και τις αποφάσεις, για την έκδοση των οποίων απαιτείται κατά τα άρθρα 30 παρ. 2  και 138 του ΚΠΔ προηγούμενη πρόταση του εισαγγελέα, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφεται το κώλυμα, συνεπεία του οποίου γίνεται αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα, αρκεί η μνεία ότι κωλύεται ο εισαγγελέας. Αλλά και η παράλειψη της μνείας αυτής δεν δημιουργεί ακυρότητα, διότι θεωρείται αυτονόητο το κώλυμα, η δε αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 17 στοιχ.  Β’ παρ. 7 εδ. β’ του ν. 1756/1988, γίνεται δυνάμει του αδιαιρέτου της εισαγγελικής αρχής (ΑΠ 378/2015, ΑΠ 1073/2008). Τέλος, τα στοιχεία  της διαδικαστικής ενέργειας του διευθύνοντος το Δικαστήριο, με την οποία αυτός, στα πλαίσια των καθηκόντων του, καταρτίζει τις συνθέσεις των Δικαστηρίων (στις περιπτώσεις που αυτό δεν γίνεται κατόπιν κληρώσεως, σύμφωνα με το άρθρ. 17 στοιχ. Β΄ του ν. 1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού δικαστηρίων …”), που είναι θέμα αναγόμενο στην εσωτερική υπηρεσία του Δικαστηρίου, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφονται στις εκδιδόμενες από τις συνθέσεις αυτές αποφάσεις, καθόσον ο νόμος δεν αξιώνει κάτι τέτοιο.

…»