«…

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 362 παρ.1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ που εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση, λόγω του χρόνου εκδικάσεως της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, (και είναι όμοιο κατά περιεχόμενο με το άρθρο 364 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ) «Στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων, που συντάχθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Η ανάγνωση των εγγράφων αυτών στο ακροατήριο γίνεται ως προς τα ουσιώδη και σημαντικά, κατά την κρίση των διαδίκων, σημεία τους. Αν κατά την κρίση του διευθύνοντος τη συζήτηση τα σημεία των εγγράφων, η ανάγνωση των οποίων ζητείται από τους διαδίκους, δεν είναι ουσιώδη ή σημαντικά, μπορεί να ασκηθεί αμέσως προσφυγή σε όλο το δικαστήριο. Αν χρειάζεται κάποιος από τους μάρτυρες ή τους κατηγορουμένους να αναγνωρίσει ένα έγγραφο ή πειστήριο, ο διευθύνων τη συζήτηση το επιδεικνύει σε αυτόν». Με τη διάταξη του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται η αρχή της προφορικότητας στη χρησιμοποίηση των εγγράφων ως αποδεικτικών στοιχείων στην ποινική δίκη και επιβάλλεται η υποχρεωτική ανάγνωσή τους στο ακροατήριο, για να μπορούν αυτά να αξιοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα και να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο κατά την έκδοση σχετικής απόφασης, η οποία επιτρέπεται να στηριχθεί μόνο σε όσα αναπτύχθηκαν και συζητήθηκαν προφορικά στο ακροατήριο και όχι σε έγγραφα που δεν αναγνώσθηκε το περιεχόμενο τους ενώπιον των παραγόντων της δίκης. Κατ’αυτόν τον τρόπο το περιεχόμενο των κάθε είδους εγγράφων τίθεται υπό τον έλεγχο όλων των συμμετασχόντων στη δίκη και κυρίως του κατηγορουμένου, με συνέπεια να ικανοποιείται κατ’ επέκταση και το γενικότερο δικαίωμα του σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 Συντ.), καθώς και σε μια δίκαιη ποινική δίκη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ). Ομοίως η εν λόγω διάταξη εξυπηρετεί και την αρχή της δημοσιότητας στην ποινική δίκη και μάλιστα υπό την ειδικότερη μορφή της «δημοσιότητας των μερών» και περισσότερο του κατηγορουμένου ως προς τη δυνατότητά του να έχει σαφή επίγνωση των εις βάρος του αποδεικτικών στοιχείων, για να μπορεί να διαμορφώσει κατάλληλα την υπεράσπισή του. Αυτό συμβαίνει, εφόσον στην ποινική δίκη μπορούν τα έγγραφα να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα και να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο για την έκδοση απόφασης, μόνον όταν υποβληθούν στον έλεγχο της δημόσιας συζήτησης, για να μπορέσουν οι παράγοντες της ποινικής δίκης να υποβάλουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους επ’ αυτών. Έγγραφο δε σύμφωνα με το άρθρο 13 γ’ ΠΚ, είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή αναπαραγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία.Όλα τα παραπάνω έγγραφα «διαβάζονται» στην αποδεικτική διαδικασία, κατά τον τεχνικά πρόσφορο τρόπο για έκαστο από αυτά, ήτοι οι φωτογραφίες επισκοπούνται, βιντεοδίσκοι προβάλλονται κ.ο.κ. Εξάλλου, αναγνωστέα έγγραφα είναι τα έγγραφα, τα οποία, είτε έχει συμπεριλάβει ο εισαγγελέας που συνέταξε το κατηγορητήριο ή επιμελήθηκε την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, από τους διαδίκους, τον εισαγγελέα ή και από κάποιον μάρτυρα.

Με τον πρώτο λόγο της δήλωσης αναίρεσής του, αλλά και με τους πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους του ο αναιρεσείων Ν. Π. αιτιάται ότι πρόταξε ενώπιον του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Εφετείου σαφή και ορισμένη ένστασή του για τη μη αποδεικτική αξιοποίηση των διαβιβαστικών εγγράφων της Αστυνομίας, με ακριβή προσδιορισμό αυτών, καθώς και των εκθέσεων ανάλυσης που αναφέρονται σε αυτά τα έγγραφα, με βάση τα δια της αστυνομικής προανάκρισης συλλεγέντα στοιχεία, επειδή με αυτά τα έγγραφα αλλοιώνεται η αλήθεια και η αντικειμενική πραγματικότητα, καταργείται η προφορικότητα και η αμεσότητα της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και παραβιάζεται η συνταγματική διάταξη του άρθρου 26 Σ περί της διάκρισης των εξουσιών. Επίσης, εναντιώθηκε με την ίδια ένστασή του στην αποδεικτική αξιοποίηση των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης του υποκλαπέντος λόγου των συνδιαλέξεων με άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών αυτών συνομιλιών, καθώς η απομαγνητοφώνηση αυτή διενεργήθηκε μετά από επιλογή δύο αναρμοδίως επιληφθέντων αστυνομικών και οι εκθέσεις αυτές δεν καταρτίσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 148 επ. Κ.Π.Δ. αφού σε αυτές δεν περιγράφονται οι πιστοποιούμενες πράξεις ακριβώς. Πέραν αυτών, δεν χρησιμοποιήθηκε πραγματογνώμων για τη διενέργεια αυτών των απομαγνητοφωνήσεων, κατά τα άρθρα 183 επ. Κ.Π.Δ., τον οποίο επιβάλλεται να διορίσει ο ανακριτικός υπάλληλος. Ακόμη, με τους ως άνω αναιρετικούς λόγους υποστηρίζει ότι έχει γίνει επιλεκτική απομαγνητοφώνηση των καταγεγραμμένων τηλεφωνικών συνομιλιών, όπως η επιλογή έγινε από αναρμόδιους αστυνομικούς υπαλλήλους. Ότι η από το Δικαστήριο αποδεικτική αξιοποίηση των ως άνω εγγράφων στοιχείων προξενεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που συνέβη στο ακροατήριο, παρά ταύτα το δικαστήριο απέρριψε την ένστασή του αυτή χωρίς την παράθεση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που απαιτείται για την απόρριψη υπερασπιστικού ισχυρισμού. Το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την ένσταση του πιο πάνω αναιρεσείοντος περί μη ανάγνωσης των διαβιβαστικών εγγράφων και των εκθέσεων αναλύσεων και τα ανέγνωσε μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα που αναφέρονται στο οικείο τμήμα των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, ως εξής : «….το προαναφερθέν αίτημα με το προπεριγραφόμενο περιεχόμενο είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, καθόσον αρχικά μεν η άρση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και η απομαγνητοφώνηση αυτών διατάχθηκε νόμιμα με σειρά βουλευμάτων κατόπιν αιτήσεων των αρμοδίων αστυνομικών αρχών και είναι σύννομες ως έγγραφα των οποίων η ανάγνωση είναι επιτρεπτή. Πέραν τούτου η γνωστοποίηση πέρατος της ανάκρισης υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο του 1ου κατηγορουμένου, ο οποίος έλαβε γνώση του συνόλου της ανακριτικής διαδικασίας, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι υλικοί φορείς ήχου και εικόνας, ψηφιακοί δίσκοι κ.λ.π. με τα δεδομένα που περιέχουν και άσκησε όλα τα δικαιώματά του. Εξάλλου από το περιεχόμενο των συνομιλιών κατά τα ποινικώς ενδιαφέροντα μέρη τους που έχουν καταγραφεί στις αναγνωσθείσες εκθέσεις απομαγνητοφώνησης, την καταγραφή των οποίων όφειλαν να διαπιστώσουν οι δύο αστυνομικοί που έχουν συντάξει αυτές (εκθέσεις), προκύπτει ότι η ανάγνωση και λήψη υπόψη των από 11-4-2014, 15-4-2014, 28-4-2014, 29-4-2014 και 3-5-2014 εκθέσεων απομαγνητοφώνησης ψηφιακών δίσκων που περιέχουν απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες των μελών της επιδίκου εγκληματικής οργάνωσης, είναι αναγκαία και απαραίτητη διότι από την αξιοποίηση αυτών (εκθέσεων) αποκαλύφθηκε ένα δαιδαλώδες εγκληματικό δίκτυο και συνελήφθησαν τα περισσότερα μέλη της εν λόγω οργάνωσης και συνεπώς παρέχουν πλήρη απόδειξη, στην ανταπόδειξη δε κατ’ αυτών δεν προέβη ο 1ος κατηγορούμενος. Για τους ίδιους παραπάνω λόγους πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και το έτερο σκέλος του αιτήματος του 1ου κατηγορουμένου και να αναγνωστούν και ληφθούν υπόψη τα με αρ. πρωτ. …΄, από 14-11-2014 εγγράφου της Υποδιεύθυνσης Οργανωμένου Εγκλήματος και εμπορίας Ανθρώπων της ΔΑΑ με συνημμένο αριθμό πρωτοκόλλου … διαβιβαστικόν της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών προς το Τμήμα Δίωξης Αυτοφώρων Εγκλημάτων και του με αρ.πρωτ….΄ , από 14-11-2014, εγγράφου της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων της ΔΑΑ με συνημμένο αριθμό πρωτοκόλλου … διαβιβαστικού της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών προς το Τμήμα Δίωξης Αυτοφώρων Εγκλημάτων». Το Δικαστήριο, μετά από αυτά, με πλήρη αιτιολογία και νομική θεμελίωση απέρριψε των ανωτέρω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτά κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία. Ειδικότερα, η ανάγνωση των αναφερομένων από τον Εισαγγελέα στο κατηγορητήριο ως άνω διαβιβαστικών εγγράφων ως αποδεικτικών της νομιμότητας και της ορθής κατά νόμο αλληλουχίας των ενεργειών, στις οποίες προέβησαν κατόπιν των συναφών εισαγγελικών παραγγελιών οι προανακριτικοί υπάλληλοι προς ανακάλυψη των εγκληματικών ενεργειών του εκκαλούντος αναιρεσείοντος, εξυπηρετεί και δεν παρεμποδίζει την άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου εφόσον ο τελευταίος δεν στερήθηκε της δυνατότητας του κατ’αρθρο 358 Κ.Π.Δ σχολιασμού αυτών. Η επίκληση ότι τα έγγραφα αυτά περιέχουν δικαιοδοτικές κρίσεις από αναρμόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους προβάλλεται αορίστως, καθώς για την έρευνα από τον Άρειο Πάγο της σχετικής με την αιτίαση αυτή , από το άρθρο 510 παρ 1 στοιχ. Α Κ.Π.Δ προβαλλόμενης αναιρετικής πλημμέλειας, ήταν αναγκαίο να εξειδικεύονται τα σημεία των εγγράφων, τα οποία, συνδεόμενα λειτουργικά με την ενοχή, οδήγησαν ανεπιτρέπτως κατά τον αναιρεσείοντα το Δικαστήριο της ουσίας σε καταδικαστική κρίση. Εξάλλου και η αναφερόμενη στην ίδια αναιρετική πλημμέλεια αιτίαση, κατά το μέρος που αναφέρεται στην, από το Δικαστήριο της ουσίας ανάγνωση και την, ως εκ τούτου, ανεπίτρεπτη κατά τον αναιρεσείοντα αποδεικτική αξιοποίηση, των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης του υποκλαπέντος λόγου των συνδιαλέξεων με άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών αυτών συνομιλιών είναι αβάσιμη Τούτο δε, διότι η μη τήρηση της διαδικασίας κατ’αρθρο 148 επ. Κ.Π.Δ για την κατάρτιση των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης και η διενέργεια τους από αναρμοδίους προς τούτο αστυνομικούς και όχι από ειδικό προς τούτο κατά τα άρθρα 183 επ. Κ.Π.Δ πραγματογνώμονα, διορισμένο από τον ανακριτικό υπάλληλο, όπως και η επιλεκτική απομαγνητοφώνηση των καταγεγραμμένων τηλεφωνικών συνομιλιών από τους ίδιους, αφορούν απόλυτες ακυρότητες του άρθρου 171 του ίδιου κώδικα, που αναφέρονται στην προδικασία, οι οποίες, εφόσον δεν προτάθηκαν μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο έχουν καλυφθεί, και, η ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας προβολή τους είναι απαράδεκτη. Συνεπώς, ουδεμία ακυρότητα προκλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία του Δικαστηρίου της ουσίας και ουδέν δικαίωμα του αναιρεσείοντα ως κατηγορουμένου εθίγη, οι δε σχετικοί λόγοι αναίρεσης του αναιρεσείοντα Ν. Π., από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α΄ & Δ΄ Κ.Π.Δ., είναι αβάσιμοι.

…»