«…

Με το άρθρο πρώτο του ν. 4619/2019 κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1ης Ιουλίου 2019 (άρθρο δεύτερο του ανωτέρω νόμου και άρθρο 460 του ν. ΠΚ). Στο άρθρο 2 παρ. 1 του ν. ΠΚ ορίζεται, ότι « Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι τροποποιείται η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι` αυτόν, δεν αποκλείεται δε σε συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Για το χαρακτηρισμό νόμου ως επιεικέστερου με βάση το ύψος της απειλούμενης ποινής, γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων, εάν δε από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ` αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε στερητικών της ελευθερίας ποινών, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ περί πλαστογραφίας, «Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση», ενώ κατά την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 και 2 του νέου ΠΚ (ν. 4619/1-7-2019) «1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. 2.Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο». Από τη σύγκριση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η νέα διάταξη είναι επιεικέστερη, αφενός ως προς τη νομοτυπική μορφή, διότι η χρήση του πλαστού δεν αποτελεί πλέον «επιβαρυντική περίσταση», αλλά αυτοτελή πράξη που συρρέει φαινομενικά, όταν ακολουθεί την πλαστοποιητική ενέργεια, και απορροφάτε από αυτή και αφετέρου ως προς την απειλούμενη στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία ανέρχεται από δέκα ημέρες έως πέντε έτη (άρθρο 53 του ΠΚ) έναντι αυτής της φυλάκισης από τρεις μήνες έως πέντε έτη. Περαιτέρω, από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ΄ του Π.Κ.) από τον υπαίτιο, είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα είτε με την θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου), ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της εν λόγω αξιόποινης πράξης και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 217 § 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, «περί πλαστογραφίας πιστοποιητικών», η οποία είναι επιεικέστερη έναντι εκείνης του αντίστοιχου άρθρου 217 § 1 του παλαιού Ποινικού Κώδικα, αφού με τη νέα διάταξη προβλέπεται για τη συγκεκριμένη πράξη χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, ενώ με εκείνη προβλεπόταν φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή, «όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που κατά προορισμό χρησιμεύει για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας». Κατά τη διατύπωση αυτής της διατάξεως, η αντικειμενική υπόσταση του σχετικού εγκλήματος συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου δημόσιου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών, ή τη χρήση τέτοιου εγγράφου. Υποκειμενικώς, απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει την γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος, σχετικά με τις ως άνω βιοτικές ανάγκες, χωρίς όμως, εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται: α) ότι αντικείμενο του εγκλήματος του άρ. 217 παρ.1 ΠΚ δεν είναι όλα τα κατά το άρθρο 13 παρ. 1 στοιχ. γ΄ του ΠΚ έγγραφα, αλλά μόνο πιστοποιητικά ή μαρτυρικά ή και άλλα συναφή έγγραφα, που κατά προορισμό χρησιμεύουν για τέτοιους σκοπούς και β) ότι ο συνδεόμενος με την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος σκοπός του υπαιτίου πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικώς στην άμεση συντήρηση, στην κίνηση ή στην κοινωνική πρόοδο του δράστη ή κάποιου άλλου, χωρίς όμως η προσδοκώμενη από την πράξη ωφέλεια ή η αντίστοιχη ζημία τρίτου να έχει τη σημασία, την οποία έχει για τη θεμελίωση της βασικής διατάξεως του άρθρου 216 § 1 του ΠΚ. Στην περίπτωση, όμως, που από την πλαστογραφία βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννομες αυτού σχέσεις ή το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας ή, αν, γενικότερα, η πλαστογραφία γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του προαναφερόμενου, τότε και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα, προβλεπόμενα από το ίδιο άρθρο ως πιστοποιητικά ή μαρτυρικά, εφαρμόζεται η βασική περί πλαστογραφίας διάταξη του άρθρου 216 § 1 του ΠΚ και όχι η ειδική διάταξη του άρθρου 217 § 1 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 423/2020). Περαιτέρω, με το ν. ΠΚ προστέθηκε στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 217 του ΠΚ, νέα παρ. 3 που ορίζει ότι «Με φυλάκιση τιμωρείται όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πτυχίο ή κάθε πιστοποιητικό γνώσεων ή δεξιοτήτων, ή νοθεύει γνήσιο ή κάνει χρήση αυτών, με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικών απαιτείται κατάρτιση πλαστού ή νόθευση πτυχίου ή κάθε είδους πιστοποιητικού γνώσεων ή δεξιοτήτων, ή χρήση αυτών. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια ο δράστης, χωρίς όμως εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Η διαφορά μεταξύ της διάταξης του άρθρου 216 ΠΚ και της εξαιρετικής του άρθρου 217 παρ. 3 του νέου ΠΚ συνίσταται, αφενός μεν στο ότι στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ΄ ΠΚ έγγραφα, αλλά μόνο τα αναφερόμενα σε αυτή, αφετέρου δε στον ειδικό σκοπό για τον οποίο τελείται το έγκλημα του άρθρου 217 παρ. 3 του νέου ΠΚ. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, πρώτον, ότι αντικείμενο της κατά το άρθρο 217 παρ. 3 πλαστογραφίας δεν συνιστούν πάντα τα κατά το άρθρο 13 §1 γ΄ ΠΚ έγγραφα, αλλά μόνον τα πτυχία και τα κάθε είδους πιστοποιητικά γνώσεων και δεξιοτήτων, και δεύτερον ότι ο συνδεόμενος με την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 217 παρ.3 ΠΚ σκοπός του υπαιτίου πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικώς και μόνον στην κατάληψη θέσης εργασίας ή στη διεκδίκηση βαθμολογικής ή μισθολογικής προαγωγής στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, χωρίς η προσδοκώμενη από την πράξη ωφέλεια ή η αντίστοιχη ζημία τρίτου να έχουν τη σημασία, την οποία έχουν για την θεμελίωση της πράξης της βασικής διάταξης του άρθρου 216 ΠΚ. Στην περίπτωση, όμως, που από την πλαστογραφία ή τη νόθευση βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννομες αυτού σχέσεις ή το συμφέρον του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα ή, αν, γενικότερα, η πλαστογραφία γίνεται και για άλλο σκοπό, εκτός του υπό του άρθρου 217 παρ.3 ΠΚ αναφερομένου, τότε και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα προβλεπόμενα από το ίδιο άρθρο, ήτοι πτυχίο ή πιστοποιητικό γνώσεων ή δεξιοτήτων, εφαρμοστέα τυγχάνει η βασική περί πλαστογραφίας διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ και όχι η ειδική διάταξη του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ

Η προβλεπόμενη για την πράξη της πλαστογραφίας πιστοποιητικών, κατ’ άρ. 217 παρ.3 ΠΚ, ποινή (φυλάκιση από δέκα ημέρες έως πέντε έτη) είναι επιεικέστερη σε σχέση με την ποινή που προέβλεπε για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση το άρθρο 216 παρ.1 του παλαιού ΠΚ (φυλάκιση από τρεις μήνες έως πέντε έτη), αλλά και αυτή που προβλέπει το αντίστοιχο άρθρο του νέου ΠΚ (φυλάκιση από δέκα ημέρες μέχρι πέντε έτη και χρηματική ποινή) (ΑΠ 836/2022, ΑΠ 765/2022, ΑΠ 592/ 2021,ΑΠ 317/2020, AΠ 445/2020, ΑΠ 720/2020, ΑΠ 1852/2020).

…»