«…

Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 3 του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του υποστηρίζοντος την κατηγορία οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Π.Δ. και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 67 του Κ.Π.Δ. Κάθε άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια που αφορά την παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, εφόσον οι πλημμέλειες αυτές αφορούν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Τέτοια πλημμέλεια είναι και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση κατά την οποία η αστική αξίωσης του υποστηρίζοντος την κατηγορία για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε την ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου τούτου απόσβεση της σχετικής αξιώσεως λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο κατόπιν προβολής της σχετικής ενστάσεως και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Τούτο δε διότι το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κατά το κεφάλαιο όμως της αποφάσεως με το οποίο επιλαμβάνεται της παραστάσεως του υποστηρίζοντος την κατηγορία ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και δεν έχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενεργείας, αλλά ενεργεί κατ΄ ένσταση του υπόχρεου. Εφόσον όμως η ένσταση παραγραφής διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ΄ αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως του υποστηρίζοντος την κατηγορία και, συνακόλουθα, τη μη δυνατότητα αυτού να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο προς υποστήριξη της κατηγορίας. Η ένσταση αυτή, εφόσον κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει υποκύψει σε παραγραφή η αξίωση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, πρέπει να προβάλλεται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και αν απορριφθεί να επαναφερθεί στο Εφετείο με ειδικό λόγο εφέσεως. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 502 παρ. 2 του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνον των μερών της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι έφεσης (ΑΠ 538/2021, 288/2020, 753/2010). Εξάλλου, στο άρθρο 937 του ΑΚ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση…., εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της, καλύπτουσας την αδικοπραξία, κολάσιμης πράξης, είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή σε άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκειά της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή άλλου ειδικού ποινικού νόμου και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του ΠΚ αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ. Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 2 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (ΟλΑΠ 21/2003). Περαιτέρω με το άρθρο 261 ΑΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α΄ 74/20-3-2013), ορίζονται τα εξής: “Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης”. Στην παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι: “Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης”. Τέλος στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Με τη νέα διατύπωση της παρ. 1 θεσπίζονται ταυτόχρονα η διακοπή της παραγραφής (εδάφιο 1) και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής εν επιδικία (εδάφιο 2), αφού ο χρόνος παραγραφής που διακόπτεται (“μηδενίζεται”) με την άσκηση της αγωγής, “παγώνει” και δεν μετρά καθόλου μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής ή να περατωθεί με άλλον τρόπο η δίκη (ΑΠ 1101/2017, 1257/2016). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 255 ΑΚ, η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωση του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής», τέλος δε, κατά τη διάταξη του άρθρου 257 ΑΚ, «Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής. Όταν πάψει η αναστολή, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμιά όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες».

…»