«…

Κατά την εφαρμοζόμενη στην προκειμένη περίπτωση ως ευνοϊκότερη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1α΄ του ισχύοντος από 1-7-2019 ν. ΠΚ (ν. 4619/2019), όπως στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το άρθρο 87 του ν. 4855/2021, υπεξαίρεση διαπράττει, όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα και τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της υπεξαίρεσης απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο αυτής, που είναι κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να είναι ολικά ή εν μέρει “ξένο”, υπό την έννοια ότι ευρίσκεται σε ξένη, σε αναφορά προς τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο Αστικό Δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη και να ήταν κατά τον χρόνο της πράξης στην κατοχή του, γ) να έγινε παράνομη ιδιοποίηση αυτού από τον δράστη, δηλαδή χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο σχετικό δικαίωμα που του παρέχει το Δίκαιο. Ως ιδιοποίηση θεωρείται κάθε πράξη εκδηλωτική της εκ μέρους του κατέχοντος το πράγμα πρόθεσης να το ενσωματώσει στην δική του περιουσία, χωρίς δηλαδή να αρκεί πρόθεση ιδιοποίησης, έστω και αν ανακοινώθηκε σε τρίτο, αλλά απαιτείται έμπρακτη εκδήλωση εξωτερικής συμπεριφοράς, που μπορεί να αναγνωρισθεί αντικειμενικώς ως πραγμάτωση της θέλησης για ιδιοποίηση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 719 Α.Κ., ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή αποκτά από την εκτέλεσή της, έχει όμως την κατοχή τους, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 375 παρ. 1 του Π.Κ. και γι’ αυτό σε περίπτωση μη αποδόσεώς τους στον εντολέα διαπράττει το αδίκημα της υπεξαιρέσεως, περίπτωση δε ξένου κινητού πράγματος, η παράνομη ιδιοποίηση του οποίου συνιστά το εν λόγω αδίκημα, αποτελούν και τα χρήματα, που εισπράττει κάποιος για λογαριασμό άλλου ή από τον κύριο τούτων για ορισμένο σκοπό, με την υποχρέωση να τα αποδώσει, όταν του ζητηθούν ή με την εντολή να τα παραδώσει σε τρίτο. Υπό την έννοια αυτή εντολέας είναι και η εταιρία, η οποία, με την προϋπάρχουσα ιδιότητα του εντολοδόχου, στο πλαίσιο οικείας συμβάσεως μεταξύ εκείνης και τράπεζας, ως κυρίας χρηματικών ποσών, έχει αναλάβει την ασφαλή μεταφορά χρηματαποστολών της τράπεζας και τον εφοδιασμό των μηχανημάτων αυτόματων ταμειακών συναλλαγών (Α.Τ.Μ.) αυτής και αναθέτει, στη συνέχεια, για την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς της από την ίδια σύμβαση, σε άλλη (τρίτη) εταιρία την περαιτέρω εντολή της κατά τα άνω μεταφοράς και εφοδιασμού, που εμπιστεύεται σ’ αυτήν. Στην περίπτωση δε, που δράστης υπεξαιρέσεως τυγχάνει ο νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας εντολοδόχου εταιρίας (εντολοδόχος και αυτός, ως εκ της ιδιότητάς του αυτής), η οποία φέρει την ιδιότητα της περαιτέρω εντολοδόχου της αρχικής εντολοδόχου ως προς τη μεταφορά των χρηματαποστολών και τον εφοδιασμό των ΑΤΜ και είναι κάτοχος των χρημάτων κατά την ανωτέρω μεταφορά και εφοδιασμό αλλά και κατά την ιδιοποίησή τους, δεν ασκεί επιρροή το ότι τα χρήματα δεν ανήκουν, κατά κυριότητα, στην εντολέα του εταιρία, η οποία, σε κάθε περίπτωση, με την αρχική ιδιότητά της ως εντολοδόχου στην αρχική σύμβαση μεταφοράς, ευθύνεται έναντι της κυρίας των χρημάτων τράπεζας για τα οποιαδήποτε πταίσματα του περαιτέρω εντολοδόχου της κατά την εκτέλεση της αρχικής εντολής, αλλά και πλήττεται αυτοτελώς με την τέλεση της προαναφερθείσας υπεξαιρέσεως εκ μέρους του περαιτέρω εντολοδόχου, που έχει αντίκτυπο στην πίστη, στη φήμη και στην αξιοπιστία της κατά την εκτέλεση του προαναφερθέντος έργου της, οπότε, λόγω της υπάρξεως διαδοχικών εντολών, από την κατά τα άνω υπεξαίρεση υφίστανται άμεση ζημία παραλλήλως, τόσο η ιδιοκτήτρια των υπεξαιρεθέντων χρημάτων (αρχική εντολέας) τράπεζα, όσο και η αρχική εντολοδόχος (και περαιτέρω εντολέας) εταιρία, το κύρος της οποίας θίγεται, κατά τα προεκτεθέντα, νομιμοποιούμενη σε σχετική δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 67 Κ.Ποιν.Δ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 914, 932, 297, 298 και 299 Α.Κ. Ο εντολοδόχος νοείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. Α.Κ., δηλαδή πρέπει μεταξύ αυτού και του παθόντος να υπάρχει σύμβαση εντολής. Εμπιστευμένο στον εντολοδόχο θεωρείται το πράγμα, όταν με τη θέληση του δικαιούχου παραδόθηκε στην κατοχή εκείνου (εντολοδόχου), υποχρεουμένου να το αποδώσει αυτούσιο ή να το χρησιμοποιήσει προς ορισμένο σκοπό (ΑΠ 1520/2019, ΑΠ 1478/2017). Υπό την έννοια αυτή εντολέας είναι και η εταιρία, η οποία, με την προϋπάρχουσα ιδιότητα του εντολοδόχου, στο πλαίσιο οικείας συμβάσεως μεταξύ εκείνης και της Τράπεζας, ως κυρίας χρηματικών ποσών, έχει αναλάβει την ασφαλή μεταφορά των ιδίων χρηματικών ποσών και αναθέτει, στη συνέχεια, για την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς της από την ίδια σύμβαση, σε υπάλληλό της την περαιτέρω εντολή της συνοδείας της χρηματαποστολής, την οποία εμπιστεύεται σ’ αυτόν. Το γεγονός δε ότι ο τελευταίος και δράστης υπεξαιρέσεως συνδέεται με αυτήν με σύμβαση εργασίας δεν αναιρεί την ιδιότητά του ως περαιτέρω εντολοδόχου της ως προς τη συλλογή και μεταφορά των χρηματικών ποσών, και ως κατόχου τους κατά τη συλλογή και μεταφορά τους αλλά και κατά την ιδιοποίησή τους, ούτε ασκεί επιρροή το ότι τα χρήματα δεν ανήκουν, κατά κυριότητα, στην εντολέα εταιρία, η οποία, σε κάθε περίπτωση, με την αρχική ιδιότητά της ως εντολοδόχου στην αρχική σύμβαση μεταφοράς, ευθύνεται έναντι της κυρίας των χρημάτων Τράπεζας για τα οποιαδήποτε πταίσματα του εντολοδόχου υπαλλήλου της κατά την εκτέλεση της αρχικής εντολής, αλλά και πλήττεται αυτοτελώς με την τέλεση της προαναφερθείσας υπεξαίρεσης εκ μέρους του υπαλλήλου της που πλήττει την πίστη, τη φήμη και την αξιοπιστία της κατά την εκτέλεση του έργου της, που προαναφέρθηκε (ΑΠ 1514/2011). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008, ΑΠ 457/2022). Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (ΑΠ 1481/2022, ΑΠ 582/2016).

 Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κέρκυρας, με την …. /2022 απόφασή του, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του …, κατά τα ειδικότερα αναγραφόμενα, στο σκεπτικό της: «Σύμφωνα με το άρθρο 464 ΠΚ, ως ισχύει με το ν. 4619/2019 «Εκκρεμείς ποινικές, διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για την δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδο τους». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 381 ΠΚ, όπως ισχύει με το ν. 4619/2019 «Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 374Α, 375 παρ. 1 και 2, 377, 378 παρ. 1 εδάφιο β’ και 379 παρ. 1 απαιτείται έγκληση». Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ενώ υπό το καθεστώς του παλαιού ΠΚ πριν το ν. 4619/2019, το έγκλημα της υπεξαίρεσης διωκόταν αυτεπαγγέλτως, μετά την ισχύ του ν. 4619/2019, υπό το καθεστώς του νέου ΠΚ, το εν λόγω έγκλημα διώκεται πλέον κατ’ έγκληση. Ως εκ τούτου σύμφωνα με το άρθρο 464 ΠΚ, ως ανωτέρω, στις εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοιχθεί χωρίς υποβολή έγκλησης, απαιτείται υποβολή δήλωσης από το δικαιούμενο να υποβάλει έγκληση ότι επιθυμεί την πρόοδο τους, εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη ισχύος του ν. 4619/2019. Στην περίπτωση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι αποκλειστικά η κυριότητα. Συνεπώς, κατ’ άρθρο 51 ΚΠΔ δικαιούμενο προς υποβολή έγκλησης πρόσωπο είναι ο κύριος του αντικειμένου της υπεξαίρεσης ως παθών. Εν προκειμένω, κυρία των φερόμενων ως υπεξαιρεθέντων χρημάτων και παθούσα από την αξιόποινη πράξη τυγχάνει η τραπεζική εταιρία «ALPHA BANK», όπως και στο κατηγορητήριο αναφέρεται. Ωστόσο, η αρχική μήνυση (ΑΒΜ Γ17/…) αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης εις βάρος της τραπεζικής εταιρίας «ALPHA BANK», η οποία αποδίδεται στον ανωτέρω κατηγορούμενο, όπως και η κατ’ άρθρο 464 ΠΚ δήλωση για την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας υπεβλήθησαν από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… AE – ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ», η οποία δεν τυγχάνει κυρία των χρημάτων και κατ’ επέκταση δικαιούμενο προς υποβολή της δήλωσης συνέχισης πρόσωπο, ώστε να δύναται να υποβάλει τη σχετική δήλωση του άρθρου 464 ΠΚ. Από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας δεν προέκυψε, άλλωστε, ότι τέτοια δήλωση υπεβλήθη εκ μέρους του δικαιούμενου προς τούτο προσώπου, ήτοι της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «ΑLPHA ΒΑΝΚ». Συνεπώς, θα πρέπει, ενόψει των ανωτέρω, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω της μη εμπρόθεσμης υποβολής δήλωσης συνέχισης κατ’ άρθρο 464 ΠΚ από το δικαιούμενο να, υποβάλει αυτή νομικό πρόσωπο («ALPHA BANK»)».

Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη με το ακόλουθο διατακτικό: «ΠΑΥΕΙ οριστικά ποινική δίωξη λόγω της μη εμπρόθεσμης υποβολής δήλωσης συνέχισης κατ’ άρθρο 464 ΠΚ από το δικαιούμενο να υποβάλει αυτή νομικό πρόσωπο («ALPHA BANK») αναφορικά με το ότι: στην περιοχή …, την 01-03- 2017, με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος είχε προσληφθεί από την εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ-ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ», δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με τα καθήκοντα Συνοδηγού Χρηματαποστολών και Τροφοδότη ATM, ευθυνόμενος κατά το στάδιο της συλλογής, μεταφοράς και τοποθέτησης των χρηματικών ποσών στις Αυτόματες Ταμειολογιστικές Μηχανές (ATM) ως περαιτέρω εντολοδόχος της εργοδότριας εταιρίας-εντολέως (και αρχικής εντολοδόχου της κυρίας των χρημάτων τραπεζικής εταιρίας στο πλαίσιο της αρχικής σύμβασης μεταφοράς). Υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα του ο κατηγορούμενος, κατά τις πρωινές ώρες της 01-03-2017, παρέλαβε από τους καταμετρητές του καταμετρητικού κέντρου του υποκαταστήματος της εγκαλούσας εταιρίας στην Κέρκυρα «κασέτες» (ειδικές πλαστικές θήκες τροφοδοσίας μηχανημάτων ATM) με μετρητά, προορισμένα για την τροφοδοσία μηχανημάτων ATM της τράπεζας Alpha. Οι εν λόγω κασέτες τοποθετήθηκαν από τον κατηγορούμενο στο χρηματοκιβώτιο του θωρακισμένου οχήματος της εγκαλούσας εταιρίας, το δε όχημα αφίχθη στο μηχάνημα ATM της τράπεζας Alpha στην περιοχή της … (super-market “…”) και ξεκίνησε η διαδικασία αποσυμφόρησης-τροφοδοσίας του ATM. Ωστόσο, εντός του χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος βρισκόταν μόνος του, χωρίς την παρουσία του οδηγού, εντός του χώρου του θησαυροφυλακίου του οχήματος, κατά τη διαδικασία εξαγωγής των «κασετών» από τα ερμάρια του οχήματος, άνοιξε μία εκ των κασετών και ανέλαβε ογδόντα τέσσερα (84) χαρτονομίσματα των πενήντα (50,00) ευρώ έκαστο, ήτοι το συνολικό ποσό των 4.200,00 ευρώ, κυριότητας της τράπεζας Alpha. Ο κατηγορούμενος ενθυλάκωσε το ανωτέρω χρηματικό ποσό, που είχε περιέλθει, κατά τα προαναφερόμενα, στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, η οποία προέκυπτε από τα ανατεθειμένα σε αυτόν συμβατικά καθήκοντα Συνοδηγού Χρηματαποστολών και Τροφοδότη ATM. Εξωτερικεύοντας δε τη δόλια προαίρεση του στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ιδιοποιήθηκε παρανόμως το χρηματικό ποσό των 4.200,00 ευρώ, κυριότητας της τράπεζας Alpha, παρακρατώντας το και ενσωματώνοντας το στην περιουσία του, ήτοι, συμπεριφερόμενος ως κύριος αυτού άνευ σχετικού δικαιώματος». Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κερκύρας, αφενός εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1ΠΚ, περί υπεξαιρέσεως, ενώ επίσης υπερέβη την εξουσία του, με το να δεχθεί τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 464 ΠΚ και στη συνέχεια να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου λόγω της μη εμπρόθεσμης δήλωσης συνέχισης κατά το άρθρο 464 ΠΚ από το δικαιούμενο να υποβάλει αυτήν νομικό πρόσωπο «ALPHA BANK», αντί να προχωρήσει στην κατ΄ ουσία εξέταση της υπόθεσης, εφόσον η έγκληση της παθούσας ως άνω εταιρείας, η δήλωση προς υποστήριξη κατηγορίας και η από 8-10-2019 δήλωσή της, κατ΄ άρθρο 464 ΠΚ, περί συνέχισης της ποινικής διαδικασίας ήταν νομότυπες, αφού η ζημία που υπέστη η εν λόγω  εταιρεία () δεν ήταν έμμεση αλλά άμεση συνέπεια της πράξεως της υπεξαιρέσεως από μέρους του κατηγορουμένου υπαλλήλου της. Το γεγονός δε ότι τα χρήματα δεν ανήκαν κατά κυριότητα, στην εντολέα αυτή εταιρεία, δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού η τελευταία με την ιδιότητά της ως εντολοδόχου στην αρχική σύμβαση μεταφοράς, ευθύνεται έναντι του κυρίου των χρημάτων, δηλαδή της Τράπεζας ALPHA BANK, με ευθύνη προστήσαντος κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 922 ΑΚ, κατά την εκτέλεση της αρχικής εντολής, αλλά επιπλέον πλήττεται και αυτοτελώς με την τέλεση της ως άνω υπεξαιρέσεως, εκ μέρους του εργαζόμενου της κατηγορουμένου …, που προβάλλει την πίστη, το κύρος, την φήμη και την υπόληψη, την ποιότητα των υπηρεσιών και την αξιοπιστία της, κατά την εκτέλεση του έργου της, ως θεσμικού φορέα εμπιστεύσεως χρημάτων. Ειδικότερα, η ζημία της ως άνω εταιρείας σχετίζεται αφενός με τον αντίκτυπο που έχει η καταγγελόμενη πράξη, που τέλεσε ο κατηγορούμενος κατά την εκτέλεση της σχετικής εντολής προς τροφοδότηση συγκεκριμένων μηχανημάτων ΑΤΜ ιδιοποιούμενος παράνομα το χρηματικό ποσό των 4.200, 00 ευρώ, με το να εμφανίζεται έτσι ότι δεν ασκεί την εποπτεία που χρειάζεται επί των υπαλλήλων της, δεδομένου του σκοπού της εταιρείας, ήτοι της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών πλήρους υποστήριξης μηχανημάτων ΑΤΜ, ήτοι ως φορέα εμπιστεύσεως των χρημάτων των πολιτών, αφετέρου δε με την άμεση υποχρέωση αποζημίωσης βάσει της από 20-7-2016 υπ’ αριθμ. … σύμβασής της με την τράπεζα ΑLPHA BANK, για την μη απόδοση του χρηματικού ποσού, που υπεξαιρέθηκε. Επομένως, οι προβληθέντες αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Θ΄ ΚΠοινΔ, είναι βάσιμοι και γι΄ αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μασούρα, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό …/30-5-2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κερκύρας και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως(άρθρο 519 ΚΠΔ) .

…»