«…

την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ή της επίδοσής του, η οποία είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο που κατ’ ανάγκην επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί (176 παρ.2 ΚΠΔ), αν δεν καλυφθεί, αν δηλαδή ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλλει εγκαίρως αντίρρηση για την πρόοδο της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, να την προτείνει, επαναφέροντάς την με λόγο έφεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1027/2016), το οποίο έχει υποχρέωση να αποφανθεί και επί του προβαλλόμενου αυτού συγκεκριμένου λόγου (ΑΠ 97/2017). Αυτό όμως προϋποθέτει ότι ο ισχυρισμός προβλήθηκε παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι σε αντίθετη περίπτωση τούτο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, για τον ίδιο λόγο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και το εφετείο στον σχετικό ειδικό λόγο της έφεσης, διότι αυτός ο ισχυρισμός, ως εκ του περιεχομένου του, τυγχάνει απαράδεκτος (ΑΠ 66/2016). Αν ο ισχυρισμός περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος προβάλλεται για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο από κατηγορούμενο που είχε παραστεί στην πρωτοβάθμια δίκη ή προβλήθηκε και απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν επαναφέρθηκε με ειδικό λόγο έφεσης ή επαναφέρθηκε με αόριστο λόγο έφεσης, τότε ο σχετικός ισχυρισμός είναι απαράδεκτος και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τον εξετάσει, ούτε θεμελιώνεται γι΄ αυτό αναιρετικός λόγος (ΑΠ 1027/2016, ΑΠ 1296/2016)

…»