«…

Ι) Κατά τη διάταξη του άρθρου 380 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, η οποία εφαρμόστηκε στην προκείμενη περίπτωση ως περιέχουσα ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο ως προς την ποινή διατάξεις(άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ), ληστεία διαπράττει όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ληστείας, το οποίο είναι σύνθετο έγκλημα και προσβάλλει τα έννομα αγαθά της προσωπικής ελευθερίας και κυρίως της ιδιοκτησίας, εμπεριέχοντας στην αντικειμενική υπόστασή του στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων της παράνομης βίας (330 ΠΚ) και της κλοπής (372 ΠΚ), απαιτούνται, αντικειμενικώς, η αφαίρεση ή ο εξαναγκασμός σε παράδοση από άλλον με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλών ενωμένων με επικείμενο για τη ζωή ή το σώμα κίνδυνο, ξένου ολικά ή εν μέρει κινητού πράγματος, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της ιδιότητας του πράγματος ως ξένου ολικά ή εν μέρει και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να το αφαιρέσει ή να εξαναγκάσει τον άλλον να του το παραδώσει, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Ειδικότερα, η απειλή, ως ρητή ή σιωπηρή παράσταση εξαγγελλόμενου κακού, η επέλευση του οποίου εξαρτάται από το αν ο απειλούμενος δεν θα υποκύψει στη θέληση του απειλούντος, μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, ήτοι προφορικά, με νεύματα, με τη στάση του σώματος ή με άλλες απειλητικές κινήσεις και με οποιαδήποτε γενικά ενέργεια, με την οποία ο δράστης εξωτερικεύει τη θέλησή του να κάμψει την προσωπική αυτενέργεια του απειλούμενου για να καταστεί δυνατή η αφαίρεση ή ο εξαναγκασμός παράδοσης του ξένου κινητού πράγματος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 45 του ίδιου ΠΚ, «Αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”, ενώ στο άρθρο 47 του ίδιου ΠΚ, που φέρει τον γενικό τίτλο “Συνεργός”, ορίζεται ότι “Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού”. Με τον όρο «από κοινού» νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Όπως αναφέρεται και στη σχετική αιτιολογική έκθεση, «ορίζεται πλέον με σαφήνεια ότι για να χαρακτηρισθεί κάποιος συναυτουργός δεν αρκεί να έχει κοινό δόλο και να τελεί πράξεις που συμβάλλουν στην πραγμάτωση του εγκλήματος, αλλά πρέπει να πραγματώνει από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, πρέπει, δηλαδή, να τελεί σε κάθε περίπτωση πράξη αντικειμενικής υπόστασης». Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας συμμέτοχος πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συναυτουργών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Εκείνο το οποίο χαρακτηρίζει και διακρίνει την αυτουργία ή συναυτουργία από τη συνέργεια (απλή ή άμεση) είναι ότι ο αυτουργός ή συναυτουργός κάνει πράξη που ανήκει στην αντικειμενική υπόσταση του διαπραττόμενου εγκλήματος, ενώ ο συνεργός (απλός ή άμεσος) εκτελεί πράξεις βοηθητικές της πράξης, η οποία πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον περιέχει αρχήν εκτελέσεως αυτής, δηλαδή πράξεις, οι οποίες είτε προπαρασκευάζουν (καθιστούν δηλαδή δυνατή ή διευκολύνουν), είτε υποστηρίζουν την κυρία πράξη. Ειδικότερα, για την στοιχειοθέτηση κατά συναυτουργία του εγκλήματος της ληστείας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν σύμπραξη περισσοτέρων, είτε συγχρόνως μεταξύ τους, είτε διαδοχικώς κατά την εκτέλεση του ενός από τα συνθετικά του εγκλήματος, με την ενέργεια από τον καθένα πράξεων που αποτελούν την αντικειμενική υπόσταση αυτού, και υποκειμενικά συναπόφαση, δηλαδή κοινός δόλος για την εκτέλεση του εγκλήματος με την κοινή δράση και γνώση του καθενός της πρόθεσης του άλλου (ΑΠ 1974/2018, ΑΠ 413/2017). Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. (Ολ.ΑΠ 50/1990).

Οι ειδικότερες αιτιάσεις που προβάλλει ο αναιρεσείων, α) περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 380 παρ. 1 και 45 ΠΚ, ισχυριζόμενος ότι η απλή παρουσία του στο χώρο της ληστείας μπορεί να θεμελιώσει μόνο απλή συνέργεια στην ως άνω πράξη,  και β) περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ίδια πράξη, είναι αβάσιμες. Τούτο δε, διότι πλήρως αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι αναιρεσείοντες τέλεσαν κατά συναυτουργία το έγκλημα της ληστείας κατά συρροή σε βάρος των αδελφών Ε.Τ. και Δ.Τ., με τις παραδοχές ότι είχαν συναποφασίσει να το τελέσουν από κοινού, γι΄αυτό και ακολούθησαν το αυτοκίνητο των παθουσών, με το αυτοκίνητο που είχε μισθώσει ο αναιρεσείων Γ.Σ. την προηγούμενη ημέρα και με κοινό δόλο να τελέσουν ληστεία, καθόσον γνώριζαν ότι οι ανωτέρω συνοδεύονταν από άνδρα που μπορούσε να προβάλει αντίσταση και το αποδέχτηκαν, «είχαν δε κατανείμει τους ρόλους για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης, δηλαδή ο μεν τέταρτος Γ. Β.  που ήταν ο πιο μεγαλόσωμος και ευτραφής να εκτελέσει το έργο της άσκησης σωματικής βίας και της αφαίρεσης των τσαντών και ο πρώτος κατηγορούμενος, με ταυτόχρονη ενέργεια, το έργο της απειλής, που το εκτέλεσε με την παρουσία του σε πλησιέστατο, ως προς το αυτοκίνητο των παθόντων, σημείο, που την πρόβαλε προς τις παθούσες (και γινόταν από αυτές αντιληπτή) ως κακό, αφού, μπορούσε να οδηγήσει σε επικείμενη κλιμάκωση της σωματικής βίας που ασκούσε ήδη εναντίον τους ο Γ.Β.». Με τις παραδοχές αυτές στοιχειοθετείται η κατά συναυτουργία τέλεση του εγκλήματος της ληστείας από τον αναιρεσείοντα Γ.Σ., ο οποίος, πέραν της συναπόφασης με το Γ.Β. , συνέπραξε με αυτόν στην τέλεση της αντικειμενικής υπόστασης αυτής, ασκώντας, με την ταυτόχρονη παρουσία του στο χώρο της ληστείας, το έργο της απειλής, κατά την έννοια που αναφέρεται στη μείζονα σκέψη, αφού, προέβαλε την παρουσία του προς τις παθούσες και γινόταν από αυτές αντιληπτό ως κακό,  που μπορούσε να οδηγήσει σε επικείμενη κλιμάκωση της σωματικής βίας που ασκούσε ήδη εναντίον τους ο Γ.Β., αν δεν παρέδιδαν τις τσάντες τους.

…»