ΑΠ 1684/2022. Ναρκωτικά. Διακίνηση κατ΄ επάγγελμα με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ. Στοιχεία που καταδεικνύουν την υποδομή (χρησιμοποίηση περισσοτέρων οικημάτων, εντός των οποίων αποκρύπτονταν οι ναρκωτικές ουσίες, μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών υψηλής οικονομικής αξίας, (…) επιμερισμένες σε μερικότερες σχεδόν ισομερείς ποσότητες (…), ύπαρξη τριών ηλεκτρονικών ζυγαριών ακρίβειας και ανεύρεση υψηλού ανευρεθέντος χρηματικού ποσού, 67.700 ευρώ). Για τον προσδιορισμό του ποσού των 75.000 ευρώ δεν λαμβάνεται υπόψη το κόστος κτήσης αυτών. Δήμευση των ανευρεθέντων χρηματικών ποσών, ως σχετιζομένων με τις πράξεις της διακίνησης.

«… Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, ειδικότερα δε κήρυξε […]

ΑΠ 241/2023. Κατάχρηση σε ασέλγεια και ήδη κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη (αρ. 338 ΠΚ) . Στοιχεία νομοτυπικής μορφής. Διαχρονικό δίκαιο. Ως «παραφροσύνη» (υπό τον πΠΚ) νοείται κάθε μορφής διανοητική ατέλεια ή ολιγοφρένεια, που εμποδίζει το θύμα ν’ αντιληφθεί τον κοινωνικό χαρακτήρα της εναντίον του πράξεως με τα μέτρα σκέψεως του φυσιολογικού ανθρώπου. Ακολούθως, «ανικανότητα προς αντίσταση» υπάρχει όταν το θύμα, από αίτια ψυχικά ή σωματικά, δεν μπορεί να σχηματίσει, εξωτερικεύσει ή ενεργοποιήσει την άμυνά του για επαρκή βούληση αντίστασης, όταν δέχεται την σε βάρος της γενετήσιας ελευθερίας του επίθεση του δράστη. Η ανικανότητα για αντίσταση πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της πράξεως, έστω κατά την έναρξη αυτής, και μπορεί να είναι και παροδική, επειδή λ.χ. το άτομο ευρίσκεται σε κατάσταση ζάλης, μέθης, σωματικής εξαντλήσεως, κοπώσεως, τρόμου. Η συναίνεση του θύματος δεν αναιρεί την αξιόποινη συμπεριφορά σε βάρος του από το δράστη. Το έννομο αγαθό που προστατεύεται με το άρθρο 338 παρ.1 του ν. ΠΚ είναι η γενετήσια ελευθερία, όπως και στον προϊσχύσαντα ΠΚ, και συγκεκριμένα προστατεύονται από σεξουαλική εκμετάλλευση αδύναμα άτομα, τα οποία κωλύονται να συναινέσουν ή να αντιδράσουν σε ορισμένη γενετήσια πράξη. Το άρθρο 338 παρ.1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κατάχρησης σε ασέλγεια προϋποθέτει, μεταξύ των άλλων στοιχείων που προαναφέρθηκαν, συνουσία ή άλλη ασελγή πράξη που ο δράστης ενεργεί «επί» του παθόντος («επ’ αυτού), χωρίς να περιλαμβάνεται η επιχείρηση πράξεων από τον παθόντα στον δράστη, με συνέπεια η παθητική στάση του δράστη (ανοχή) να αποκλείει τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος. Το ίδιο άρθρο, όπως έχει διατυπωθεί στο νέο ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κατάχρησης ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη, απαιτεί, μεταξύ των άλλων στοιχείων που προαναφέρθηκαν, γενετήσια πράξη που ο δράστης ενεργεί «με αυτόν», δηλ. με τον παθόντα, με συνέπεια να περιλαμβάνονται όλες οι γενετήσιες πράξεις μεταξύ δράστη και παθόντος, ασχέτως από ποιόν ή σε ποιόν ενεργούνται, και με ποιο ρόλο (ενεργητικό ή παθητικό). Συνεπώς, από τη σύγκριση των ως άνω διατάξεων του προϊσχύσαντος και του νέου Ποινικού Κώδικα, συνάγεται ότι στην ένδικη υπόθεση, ως εκ του χρόνου τελέσεως αυτής (αρχές Ιανουαρίου 2003 έως καλοκαίρι του 2006) και της διάταξης του άρ. 2 παρ.1 ΠΚ, εφαρμοστέα ως ευμενέστερη ως προς τη νομοτυπική μορφή του αδικήματος – και την απειλούμενη ποινή είναι η διάταξη του άρθρου 338 παρ.1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε από 15-10-2002 έως 23-1-2007.

«… Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν.4619/2019  και ισχύοντος από την 1η-7-2019 (άρθρο […]

ΑΠ 223/2023. Παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής (αρ. 358 ΠΚ). Απαιτείται κακόβουλη παραβίαση της υποχρέωσης αυτής, δηλαδή δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή και ενδιάθετη βούληση αυτού να μη συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του, η οποία οφείλεται σε κακεντρέχεια, κακότητα και κακή θέληση, ώστε να στερηθεί ο δικαιούχος από τα αναγκαία προς το ζην, παρότι ο δράστης είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβίωσης του δικαιούμενου προσώπου για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν αρκεί λησμοσύνη ή οικονομική αδυναμία, η δε οικονομική δυνατότητα του υπόχρεου κρίνεται σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα. Δεν απαιτείται τυπική επίδοση της απόφασης. Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο για την ύπαρξη υποχρέωσης διατροφής, πλην, όμως, αυτό ερευνά το κύρος και την ισχύ της απόφασης, σε συνάρτηση με το χρόνο της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής, όχι όμως και την ορθότητά της (ΑΠ 572/2021).

«… Κατά τη διάταξη του άρθρου 358 ΠΚ, “όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο […]

ΑΠ 215/2023. Κακή σύνθεση δικαστηρίου δεν υφίσταται όταν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει έφεση του κατηγορουμένου, εκτελεί καθήκοντα εισαγγελέα ο ίδιος, ο οποίος με την αυτή ιδιότητα, είχε ασκήσει καθήκοντα εισαγγελέα κατά την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κλήρωση μελών δικαστηρίου (άρθρο 4 παρ.1 στοιχ. γ’ και 5 παρ.1 περ. Α’ εδ. δ’ και 2, άρθρο 17 στοιχ. Β΄ παρ. 7 εδ. β΄ και 10 Ν 1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού δικαστηρίων …”). Όταν οι συνθέσεις των δικαστηρίων δεν ορίζονται με κλήρωση, αρκεί η μνεία της πράξης αναπλήρωσης στην απόφαση, στο προοίμιο αυτής κάτω από το όνομα του δικαστή, που αναπληρώνει τον τακτικό δικαστή και δεν είναι απαραίτητο ο λόγος αναπλήρωσης να αναφέρεται και στην απόφαση, ούτε και σε τί συνίσταται το κώλυμα του αναπληρούμενου δικαστή. Αν δεν αναφέρεται στην απόφαση η πράξη αναπλήρωσης, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, εκτός αν η ακυρότητα αυτή, λόγω κακής σύνθεσης, καλύφθηκε, διότι δεν προτάθηκε πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, όπως ορίζεται στο ως άνω άρθρο 17 στοιχείο Β’ παρ. 10 του ν. 1756/1988, το οποίο εφαρμόζεται, σε κάθε περίπτωση αναλογικά και όταν η σύνθεση του δικαστηρίου δεν ορίζεται με κλήρωση (ΑΠ 1146/2018, ΑΠ 1339/2017). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.1 του ίδιου ως άνω νόμου, καθιερώνεται το αδιαίρετο της εισαγγελικής αρχής, γι’ αυτό στα βουλεύματα και τις αποφάσεις, για την έκδοση των οποίων απαιτείται κατά τα άρθρα 30 παρ. 2 και 138 του ΚΠΔ προηγούμενη πρόταση του εισαγγελέα, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφεται το κώλυμα, συνεπεία του οποίου γίνεται αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα, αρκεί η μνεία ότι κωλύεται ο εισαγγελέας. Αλλά και η παράλειψη της μνείας αυτής δεν δημιουργεί ακυρότητα, διότι θεωρείται αυτονόητο το κώλυμα, η δε αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 17 στοιχ. Β’ παρ. 7 εδ. β’ του ν. 1756/1988, γίνεται δυνάμει του αδιαιρέτου της εισαγγελικής αρχής (ΑΠ 378/2015, ΑΠ 1073/2008). Τα στοιχεία της διαδικαστικής ενέργειας του διευθύνοντος το δικαστήριο, με την οποία αυτός, στα πλαίσια των καθηκόντων του, καταρτίζει τις συνθέσεις των Δικαστηρίων, στις περιπτώσεις που αυτό δεν γίνεται κατόπιν κληρώσεως, που είναι θέμα αναγόμενο στην εσωτερική υπηρεσία του δικαστηρίου, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφονται στις εκδιδόμενες από τις συνθέσεις αυτές αποφάσεις, καθόσον ο νόμος δεν αξιώνει κάτι τέτοιο.

«… Από τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 3 και 171 παρ. 1 εδ. α΄ του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι κακή […]

ΑΠ 77/2023. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Διάταξη του Προέδρου της Αρχής ( αρ. 34, 40, 42 47, 48, 49 Ν 4557/2018). Το μέτρο της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων από τον Πρόεδρο της Αρχής, δεν έχει διοικητικό χαρακτήρα, αλλά εντάσσεται στα διωκτικά μέτρα της ποινικής νομοθεσίας. Η λειτουργία όμως της Αρχής και οι πράξεις του Προέδρου αυτής κείνται εκτός του ποινικού δικονομικού συστήματος και οι έρευνες της δεν συνιστούν προανακριτικό έργο, ούτε υπόκεινται στους ποινικούς δικονομικούς κανόνες, αλλά στο ειδικό καθεστώς του ν. 4557/2018. Το καθεστώς δε αυτό παρέχει στις Μονάδες της Αρχής και τον Πρόεδρο αυτής τη δυνατότητα να ενεργούν, κατά τη διεξαγωγή των ερευνών τους, με ευελιξία και ταχύτητα, έχοντας ανεμπόδιστη πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, στα δεδομένα και αρχεία της διατραπεζικής εταιρείας “Τειρεσίας ΑΕ” και ανταλλάσσοντας πληροφορίες με τις Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ) άλλων κρατών, χωρίς να δεσμεύονται από οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο (άρθρο 49 ν. 4557/2018), αρκούντων, ειδικώς ως προς τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου απλώς και μόνον ελλόγων υπονοιών επί τη βάσει πληροφοριών τις οποίες η Αρχή κρίνει ως ακριβείς, εκπληρώνοντας έτσι τον προληπτικό και ενίοτε προπροληπτικό σκοπό της στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με την χρονοβόρα, ενίοτε, ανακριτική διαδικασία, κατά την οποία οι ενέργειες του ανακριτή υπόκεινται στον έλεγχο των ποινικών δικονομικών κανόνων. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η αρμοδιότητα της Αρχής να διενεργεί τις σχετικές έρευνες κατά τα ανωτέρω, όπως και του Προέδρου αυτής να εκδίδει τις προαναφερόμενες διατάξεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευσης εκποίησης ακινήτων του υπόπτου για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, μπορεί να ασκείται παράλληλα με την τακτική ποινική διαδικασία και με τις ενέργειες των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που μετέχουν σε αυτήν

«… ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 4,34,40,42,47,48 και 49 του Ν.4557/2018 (ΦΕΚ Α’ 139/30-7-2018) “Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης […]

ΑΠ 1551/2022. Κατά συναυτουργία τέλεσης ληστείας όταν ο ένας δράστης ασκεί τη σωματική βία και ο άλλος την απειλή με την παρουσία του σε πλησιέστατο, ως προς το αυτοκίνητο των παθουσών, σημείο, που την πρόβαλε προς τις παθούσες (και γινόταν από αυτές αντιληπτή) ως κακό, αφού, μπορούσε να οδηγήσει σε επικείμενη κλιμάκωση της σωματικής βίας που ασκούσε ήδη εναντίον τους ο έτερος δράστης.

«… Ι) Κατά τη διάταξη του άρθρου 380 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, η οποία εφαρμόστηκε στην προκείμενη […]

ΑΠ 1576/2022. Αναίρεση. Προθεσμία πρότασης πρόσθετων λόγων (αρ. 509 ΚΠΔ). Η ημέρα της κατάθεσης των πρόσθετων λόγων και η ημέρα της συζήτησης της αναίρεσης δεν συνυπολογίζονται για τον υπολογισμό της προθεσμίας των προσθέτων λόγων. Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας που έπρεπε να κατατεθεί το δικόγραφο των προσθέτων λόγων συμπέσει με εξαιρετέα ή Σάββατο, πρέπει να κατατεθεί την αμέσως προηγούμενη εργάσιμη ημέρα και όχι την επομένη, γιατί διαφορετικά η δεκαπενθήμερη προθεσμία του νόμου που πρέπει να παρεμβάλλεται μεταξύ καταθέσεως των προσθέτων λόγων και συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, θα είναι μειωμένη κατά μία ή περισσότερες ημέρες (ΑΠ 1122/2020).

«… Κατά την διάταξη του άρθρου 509 ΚΠΔ «Εκτός από τους λόγους που αναφέρονται στην έκθεση για την αναίρεση (άρθρα […]

1583/2022. Δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου. Υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας.

-Το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος ενυπάρχει στο από το νόμο παρεχόμενο δικαίωμά του να αρνηθεί να απολογηθεί και […]