ΑΠ 365/2023. Τα έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 13 γ ΠΚ «διαβάζονται» στην αποδεικτική διαδικασία, κατά τον τεχνικά πρόσφορο τρόπο για έκαστο από αυτά, ήτοι οι φωτογραφίες επισκοπούνται, βιντεοδίσκοι προβάλλονται κ.ο.κ. Αναγνωστέα έγγραφα είναι τα έγγραφα, τα οποία, είτε έχει συμπεριλάβει ο εισαγγελέας που συνέταξε το κατηγορητήριο ή επιμελήθηκε την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, από τους διαδίκους, τον εισαγγελέα ή και από κάποιον μάρτυρα. Διαβιβαστικά έγγραφα της Αστυνομίας. Νομίμως αναγιγνώσκονται από το δικαστήριο. Εκθέσεις απομαγνητοφώνησης: η μη τήρηση της διαδικασίας κατ’αρθρο 148 επ. Κ.Π.Δ για την κατάρτιση των εκθέσεων απομαγνητοφώνησης και η διενέργεια τους από αναρμοδίους προς τούτο αστυνομικούς και όχι από ειδικό προς τούτο κατά τα άρθρα 183 επ. Κ.Π.Δ πραγματογνώμονα, διορισμένο από τον ανακριτικό υπάλληλο, όπως και η επιλεκτική απομαγνητοφώνηση των καταγεγραμμένων τηλεφωνικών συνομιλιών από τους ίδιους, αφορούν απόλυτες ακυρότητες του άρθρου 171 του ίδιου κώδικα, που αναφέρονται στην προδικασία, οι οποίες, εφόσον δεν προτάθηκαν μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο έχουν καλυφθεί, και, η ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας προβολή τους είναι απαράδεκτη.

«… Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 362 παρ.1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ που εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση, λόγω […]

ΑΠ 1365/2022. ‘Εγκλημα λαθρεμπορίας υφίσταται και μόνο επί κατοχής ορισμένου λαθρεμπορεύματος, εφόσον ο κάτοχος γνωρίζει τη λαθρεμπορική του προέλευση χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο. (ΟλΑΠ 1/2019). Λαθρεμπορία. Πολλαπλούν τέλος: δεν συνιστά ποινή. Ne bis in idem: η αρχή αυτή, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεν εμποδίζει την εκ μέρους του κράτους μέλους επιβολή, για την ίδια παράβαση, διαδοχικώς μίας φορολογικής και μίας ποινικής κύρωσης, στο βαθμό που η πρώτη κύρωση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα. Το πολλαπλούν τέλος που προβλέπει ο Τελωνειακός Κώδικας, δεν συνιστά ποινή stricto sensu, έχει χαρακτήρα διοικητικής κύρωσης και εξυπηρετεί διαφορετικό ( από την ποινή) σκοπό, που είναι η διασφάλιση της είσπραξης κοινοτικών και εθνικών πόρων , καθώς και η τήρηση και ομαλή εφαρμογή των κανόνων της τελωνειακής διαδικασίας. Κατ΄ ακολουθία ούτε η έναρξη ούτε η εξέλιξη της διαδικασίας επιβολής του πολλαπλού τέλους και της τυχόν ανοιγείσης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δίκης κωλύεται, σε περίπτωση που για την ίδια παράβαση έχει ολοκληρωθεί η ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων διαδικασία με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη. Η διαδικασία διοικητικής βεβαίωσης της τελωνειακής παράβασης που κατατείνει στην επιβολή του πολλαπλού τέλους, είναι αυτοτελής και διακεκριμένη σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία

«… Επομένως, έγκλημα λαθρεμπορίας υφίσταται και μόνο επί κατοχής ορισμένου λαθρεμπορεύματος, εφόσον ο κάτοχος γνωρίζει τη λαθρεμπορική του προέλευση χωρίς […]

ΑΠ 1416/2022. Συναυτουργία. Σύμπραξη και συναπόφαση. Είναι αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος.

«… ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 ΠΚ συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων […]

ΑΠ 1440/2022. Δήλωση συνέχισης της ποινικής διαδικασίας κατ΄άρθρο 464 ΠΚ. Αν είχε υποβληθεί έγκληση, ακόμα και υπό το προγενέστερο καθεστώς της αυτεπάγγελτης δίωξης του συγκεκριμένου εγκλήματος, δεν χρειάζεται να επαναληφθεί η δήλωση αυτή περί επιθυμίας συνέχισης της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας, καθόσον η υποβολή της έγκλησης, δηλώνει και τη βούληση του παθόντος για την πρόοδο της διαδικασίας και υποκαθιστά την προβλεπόμενη από τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 ΠΚ απλή άλλωστε δήλωση και επομένως πληροί τον σκοπό αυτής (ΑΠ 2010/2019). Το δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να επεκτείνει την αναδρομική εφαρμογή τήρησης της τρίμηνης προθεσμίας της έγκλησης που ορίζεται στο άρθρο 114 παρ.1 ΠΚ, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο απαιτεί ουσιαστικά συμμόρφωση του παθόντος σε μη ισχύον κατά το χρόνο υποβολής της μήνυσης – έγκλησης νομοθετικό πλαίσιο, δεδομένου ότι, η δίωξη τότε ασκούνταν αυτεπάγγελτα (ΑΠ 1067/2021).

«… Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της […]

ΑΠ 1684/2022. Ναρκωτικά. Διακίνηση κατ΄ επάγγελμα με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ. Στοιχεία που καταδεικνύουν την υποδομή (χρησιμοποίηση περισσοτέρων οικημάτων, εντός των οποίων αποκρύπτονταν οι ναρκωτικές ουσίες, μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών υψηλής οικονομικής αξίας, (…) επιμερισμένες σε μερικότερες σχεδόν ισομερείς ποσότητες (…), ύπαρξη τριών ηλεκτρονικών ζυγαριών ακρίβειας και ανεύρεση υψηλού ανευρεθέντος χρηματικού ποσού, 67.700 ευρώ). Για τον προσδιορισμό του ποσού των 75.000 ευρώ δεν λαμβάνεται υπόψη το κόστος κτήσης αυτών. Δήμευση των ανευρεθέντων χρηματικών ποσών, ως σχετιζομένων με τις πράξεις της διακίνησης.

«… Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, ειδικότερα δε κήρυξε […]

ΑΠ 241/2023. Κατάχρηση σε ασέλγεια και ήδη κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη (αρ. 338 ΠΚ) . Στοιχεία νομοτυπικής μορφής. Διαχρονικό δίκαιο. Ως «παραφροσύνη» (υπό τον πΠΚ) νοείται κάθε μορφής διανοητική ατέλεια ή ολιγοφρένεια, που εμποδίζει το θύμα ν’ αντιληφθεί τον κοινωνικό χαρακτήρα της εναντίον του πράξεως με τα μέτρα σκέψεως του φυσιολογικού ανθρώπου. Ακολούθως, «ανικανότητα προς αντίσταση» υπάρχει όταν το θύμα, από αίτια ψυχικά ή σωματικά, δεν μπορεί να σχηματίσει, εξωτερικεύσει ή ενεργοποιήσει την άμυνά του για επαρκή βούληση αντίστασης, όταν δέχεται την σε βάρος της γενετήσιας ελευθερίας του επίθεση του δράστη. Η ανικανότητα για αντίσταση πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της πράξεως, έστω κατά την έναρξη αυτής, και μπορεί να είναι και παροδική, επειδή λ.χ. το άτομο ευρίσκεται σε κατάσταση ζάλης, μέθης, σωματικής εξαντλήσεως, κοπώσεως, τρόμου. Η συναίνεση του θύματος δεν αναιρεί την αξιόποινη συμπεριφορά σε βάρος του από το δράστη. Το έννομο αγαθό που προστατεύεται με το άρθρο 338 παρ.1 του ν. ΠΚ είναι η γενετήσια ελευθερία, όπως και στον προϊσχύσαντα ΠΚ, και συγκεκριμένα προστατεύονται από σεξουαλική εκμετάλλευση αδύναμα άτομα, τα οποία κωλύονται να συναινέσουν ή να αντιδράσουν σε ορισμένη γενετήσια πράξη. Το άρθρο 338 παρ.1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κατάχρησης σε ασέλγεια προϋποθέτει, μεταξύ των άλλων στοιχείων που προαναφέρθηκαν, συνουσία ή άλλη ασελγή πράξη που ο δράστης ενεργεί «επί» του παθόντος («επ’ αυτού), χωρίς να περιλαμβάνεται η επιχείρηση πράξεων από τον παθόντα στον δράστη, με συνέπεια η παθητική στάση του δράστη (ανοχή) να αποκλείει τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος. Το ίδιο άρθρο, όπως έχει διατυπωθεί στο νέο ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κατάχρησης ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη, απαιτεί, μεταξύ των άλλων στοιχείων που προαναφέρθηκαν, γενετήσια πράξη που ο δράστης ενεργεί «με αυτόν», δηλ. με τον παθόντα, με συνέπεια να περιλαμβάνονται όλες οι γενετήσιες πράξεις μεταξύ δράστη και παθόντος, ασχέτως από ποιόν ή σε ποιόν ενεργούνται, και με ποιο ρόλο (ενεργητικό ή παθητικό). Συνεπώς, από τη σύγκριση των ως άνω διατάξεων του προϊσχύσαντος και του νέου Ποινικού Κώδικα, συνάγεται ότι στην ένδικη υπόθεση, ως εκ του χρόνου τελέσεως αυτής (αρχές Ιανουαρίου 2003 έως καλοκαίρι του 2006) και της διάταξης του άρ. 2 παρ.1 ΠΚ, εφαρμοστέα ως ευμενέστερη ως προς τη νομοτυπική μορφή του αδικήματος – και την απειλούμενη ποινή είναι η διάταξη του άρθρου 338 παρ.1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε από 15-10-2002 έως 23-1-2007.

«… Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν.4619/2019  και ισχύοντος από την 1η-7-2019 (άρθρο […]

ΑΠ 223/2023. Παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής (αρ. 358 ΠΚ). Απαιτείται κακόβουλη παραβίαση της υποχρέωσης αυτής, δηλαδή δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή και ενδιάθετη βούληση αυτού να μη συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του, η οποία οφείλεται σε κακεντρέχεια, κακότητα και κακή θέληση, ώστε να στερηθεί ο δικαιούχος από τα αναγκαία προς το ζην, παρότι ο δράστης είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβίωσης του δικαιούμενου προσώπου για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν αρκεί λησμοσύνη ή οικονομική αδυναμία, η δε οικονομική δυνατότητα του υπόχρεου κρίνεται σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα. Δεν απαιτείται τυπική επίδοση της απόφασης. Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο για την ύπαρξη υποχρέωσης διατροφής, πλην, όμως, αυτό ερευνά το κύρος και την ισχύ της απόφασης, σε συνάρτηση με το χρόνο της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής, όχι όμως και την ορθότητά της (ΑΠ 572/2021).

«… Κατά τη διάταξη του άρθρου 358 ΠΚ, “όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο […]

ΑΠ 215/2023. Κακή σύνθεση δικαστηρίου δεν υφίσταται όταν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει έφεση του κατηγορουμένου, εκτελεί καθήκοντα εισαγγελέα ο ίδιος, ο οποίος με την αυτή ιδιότητα, είχε ασκήσει καθήκοντα εισαγγελέα κατά την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κλήρωση μελών δικαστηρίου (άρθρο 4 παρ.1 στοιχ. γ’ και 5 παρ.1 περ. Α’ εδ. δ’ και 2, άρθρο 17 στοιχ. Β΄ παρ. 7 εδ. β΄ και 10 Ν 1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού δικαστηρίων …”). Όταν οι συνθέσεις των δικαστηρίων δεν ορίζονται με κλήρωση, αρκεί η μνεία της πράξης αναπλήρωσης στην απόφαση, στο προοίμιο αυτής κάτω από το όνομα του δικαστή, που αναπληρώνει τον τακτικό δικαστή και δεν είναι απαραίτητο ο λόγος αναπλήρωσης να αναφέρεται και στην απόφαση, ούτε και σε τί συνίσταται το κώλυμα του αναπληρούμενου δικαστή. Αν δεν αναφέρεται στην απόφαση η πράξη αναπλήρωσης, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, εκτός αν η ακυρότητα αυτή, λόγω κακής σύνθεσης, καλύφθηκε, διότι δεν προτάθηκε πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, όπως ορίζεται στο ως άνω άρθρο 17 στοιχείο Β’ παρ. 10 του ν. 1756/1988, το οποίο εφαρμόζεται, σε κάθε περίπτωση αναλογικά και όταν η σύνθεση του δικαστηρίου δεν ορίζεται με κλήρωση (ΑΠ 1146/2018, ΑΠ 1339/2017). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.1 του ίδιου ως άνω νόμου, καθιερώνεται το αδιαίρετο της εισαγγελικής αρχής, γι’ αυτό στα βουλεύματα και τις αποφάσεις, για την έκδοση των οποίων απαιτείται κατά τα άρθρα 30 παρ. 2 και 138 του ΚΠΔ προηγούμενη πρόταση του εισαγγελέα, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφεται το κώλυμα, συνεπεία του οποίου γίνεται αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα, αρκεί η μνεία ότι κωλύεται ο εισαγγελέας. Αλλά και η παράλειψη της μνείας αυτής δεν δημιουργεί ακυρότητα, διότι θεωρείται αυτονόητο το κώλυμα, η δε αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 17 στοιχ. Β’ παρ. 7 εδ. β’ του ν. 1756/1988, γίνεται δυνάμει του αδιαιρέτου της εισαγγελικής αρχής (ΑΠ 378/2015, ΑΠ 1073/2008). Τα στοιχεία της διαδικαστικής ενέργειας του διευθύνοντος το δικαστήριο, με την οποία αυτός, στα πλαίσια των καθηκόντων του, καταρτίζει τις συνθέσεις των Δικαστηρίων, στις περιπτώσεις που αυτό δεν γίνεται κατόπιν κληρώσεως, που είναι θέμα αναγόμενο στην εσωτερική υπηρεσία του δικαστηρίου, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφονται στις εκδιδόμενες από τις συνθέσεις αυτές αποφάσεις, καθόσον ο νόμος δεν αξιώνει κάτι τέτοιο.

«… Από τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 3 και 171 παρ. 1 εδ. α΄ του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι κακή […]