ΑΠ 657/2023. Ζητήματα ακυρότητας από την παρά το νόμο παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία. Παραγραφή της σχετικής αξίωσης και πότε επέρχεται. Διακοπή της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής. Αναστολή της παραγραφής.

«… Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 3 του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά […]

ΑΠ 547/2023. Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Η έννοια του “παθόντος”, που κατά το άρθρο 118 παρ.1 ΠΚ έχει δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως στα όχι αυτεπάγγελτα αλλά κατ΄ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα (36, 50 ΚΠοινΔ), δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με την έννοια του αδικηθέντα και ζημιωθέντα που ασκεί πολιτική αγωγή και στο ποινικό δικαστήριο και έτσι νομιμοποιείται ενεργητικά οπωσδήποτε ο παθών, αλλά και κάθε άμεσα αδικηθείς και ζημιωθείς από το διωκόμενο σε βάρος συγκεκριμένου κατηγορουμένου αδίκημα, όχι όμως και ο έμμεσα αδικηθείς και ζημιωθείς. Επί ανηλίκου παθόντος την υποστήριξη της κατηγορίας και την εκπροσώπηση του ανηλίκου έχει εκείνος στον οποίο έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση η γονική μέριμνα ή η επιμέλεια του ανηλίκου και σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ο τυχόν διορισθείς ειδικός επίτροπος του άρθρου 1517 ΑΚ. Όμως σε επείγουσες περιπτώσεις και κινδύνου από την αναβολή, (π.χ. λόγω απουσίας στο εξωτερικό του ενός γονέα ή διάστασης ή αδιαφορίας αυτού ή δυσκολίας ανεύρεσής του), την ως άνω δήλωση και παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας όπως και την έγκληση, υποβάλλει μόνος ο έτερος γονέας, ακόμα και όταν στρέφεται κατά του άλλου γονέα, χωρίς προσφυγή στο διορισμό ειδικού επιτρόπου.

«… Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 3 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά […]

ΑΠ 546/2023. Στοιχεία κλητηρίου θεσπίσματος για την κατηγορία της ψευδούς καταμήνυσης. Τυχόν ακυρότητα προτείνεται έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, που γίνεται με την έναρξη εξέτασης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα και όχι με την απαγγελία της κατηγορίας ή την ανάπτυξη της έφεσης.

«… Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ, υπό την ισχύ του οποίου επιδόθηκε το κλητήριο […]

ΑΠ 536/2023. Επί του θεσμού της ποινικής διαπραγμάτευσης ουδεμία αποδεικτική διαδικασία λαμβάνει χώρα ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για τη διαπίστωση της ενοχής του κατηγορουμένου, η ομολογία της οποίας από αυτόν αποτελεί προϋπόθεση για τη σύνταξη του πρακτικού της ποινικής διαπραγμάτευσης. Το δικαστήριο δεν δικαιοδοτεί ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου αλλά ως προς τη διάρκεια της ποινής, για την επιμέτρηση της οποίας εφαρμόζει τα κριτήρια του άρθρου 79 του ΠΚ και δικαιούται να μεταβάλλει το νομικό χαρακτηρισμό της πράξης μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου.

«… Περαιτέρω, με το άρθρο 303 του ΚΠΔ, με το οποίο εισάγεται ο θεσμός της Ποινικής Διαπραγμάτευσης, ορίζεται ότι: “1. […]

Α.Π.762/2023. Οι διατάξεις του άρθρου 551 ΚΠΔ, κατά το μέρος που αναφέρονται στον καθορισμό συνολικής ποινής, είναι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις (ΑΠ 707/2012, ΑΠ 1662/2006, ΑΠ 216/2003, ΑΠ 384/2000), ενώ αναφορικά, με την έννοια του όρου «βαρύτερη ποινή» επισημαίνεται ότι η σύγκριση των ποινών γίνεται σε συγκεκριμένο και όχι αφηρημένο επίπεδο και αφορά πρώτα το είδος και ύστερα τη διάρκεια της και, βέβαια, όταν συντρέχει ποινή ισόβιας κάθειρξης (εκ της φύσεως της ανεπίδεκτη συγχωνεύσεως) δεν αξιολογείται για τον χαρακτηρισμό της ποινής ως βαρύτερης αφού δεν μπορεί να συνυπολογισθεί κατά το σχηματισμό της συνολικής ποινής. Ειδικότερα,κατ΄εσφαλμένη, ερμηνεία, υπήγαγε στην έννοια της «βαρύτερης» ποινής και την ισόβια κάθειρξη, που δεν είναι «συγχωνεύσιμη» και έτσι εσφαλμένα εφάρμοσε τους περί καθορισμού συνολικής ποινής ορισμούς, τόσο του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 94παρ. 1) όσο και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 551 παρ.1-3 ΚΠΔ). Περαιτέρω, κατ΄ εσφαλμένη εφαρμογή των ιδίων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, το εκδώσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο επέλεξε ως ποινή-βάση την πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή φυλάκισής των τριών (3) ετών και εννέα (9) μηνών που επιβλήθηκε, πέραν της ισόβιας κάθειρξης, στον καταδικασμένο με την με αριθμό 103/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ενώ κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου, ποινή-βάση στην προκειμένη περίπτωση έπρεπε να είναι η συνολική ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών που επιβλήθηκε στον καταδικασμένο με την με αριθμό 454/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, προερχόμενη από δύο ποινές κάθειρξής 10 ετών και φυλάκισής 4 ετών, «συγχωνευθείσες» .

Αριθμός 762/2023 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη. Αντιπρόεδρο του Αρείου […]

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΛΟΓΩ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ 25.06.2023

   ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Ενόψει της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών, στις 25 Ιουνίου 2023, και σύμφωνα με το με αρ. πρωτ. 25908οικ./12-6-2023 […]

ΑΠ 646/2023. Έφεση εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης (αρ. 487 ΚΠΔ).Η προϋπόθεση του ειδικά και εμπεριστατωμένου της αιτιολογίας της εισαγγελικής έφεσης, ως όρος του παραδεκτού αυτής, είναι μέγεθος ποιοτικά διαφορετικό από την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία μιας δικαστικής απόφασης, ως αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου.

«… ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι, η έκθεση που […]

ΑΠ 596/2023. Τόπος κατοικίας κατηγορουμένου. Εκπρόθεσμη άσκηση έφεσης και ισχυρισμός ότι η εκκαλουμένη δεν επιδόθηκε ορθά στον τόπο κατοικίας του κατηγορουμένου. Κατά την ορθή ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του προϊσχύσαντος (ήδη 157 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος) και 273 παρ. 1 του ΚΠΔ στην περίπτωση που δεν έχει διενεργηθεί κύρια ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτές και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του Κ.Ποιν.Δ., δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως κατοικία του η αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, όπου αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, διότι διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, δηλαδή ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε.

«… Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., από την […]